Τι σημαίνει το reunir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης reunir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του reunir στο πορτογαλικά.

Η λέξη reunir στο πορτογαλικά σημαίνει επανασυνδέω κπ με κπ, επανενώνω κπ με κπ, επανασυνδέω κπ με κπ, επανενώνω κπ με κπ, επανασυνδέομαι, μαζεύω, αγκαλιάζω, φέρνω κπ/κτ κοντά, συλλέγω, συγκεντρώνω, συγκεντρώνω, ξανασυναντώ, ξανασυγκεντρώνω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συγκεντρώνω, μαζεύω, μαζεύω, συνέρχομαι, συνεδριάζω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, ενσωματώνω, συμπεριλαμβάνω, συναθροίζομαι, ξαναεξοικειώνω, μαζεύω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συναντιέμαι, διερευνώ, βάζω στη θέση του, επιστρατεύω, μαζεύω, βρίσκω, συσσωρεύω, συγκεντρώνω, συναρμολογώ, συγκαλώ ξανά, μαζεύομαι, συνέρχομαι, συνεδριάζω, επανασυνεδριάζω, ενώνομαι, συνασπίζομαι, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συγκεντρώνω, βρίσκομαι, σχηματίζω κύκλο, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, βρίσκομαι με κπ, τρέχω, σπεύδω, έρχομαι σε επαφή, έρχομαι σε επικοινωνία, μαζεύομαι, μαζεύομαι, συναντιέμαι, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναντιέμαι από κοντά/πρόσωπο με πρόσωπο, βρίσκω το κουράγιο, συνεργάζομαι, κάθομαι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, βρίσκω το κουράγιο να κάνω κτ, καλώ κπ για επιθεώρηση, συνεδριάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης reunir

επανασυνδέω κπ με κπ, επανενώνω κπ με κπ

verbo transitivo

επανασυνδέω κπ με κπ, επανενώνω κπ με κπ

verbo transitivo

Βοήθησα ώστε να επανασυνδεθεί η μαμά μου με τον χαμένο πατέρα της.

επανασυνδέομαι

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
Μητέρα και κόρη επανασυνδέθηκαν ύστερα από έναν 20ετή χωρισμό.

μαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Reúna as pessoas para que possamos começar o programa musical.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Όλα τα ξωτικά συνάχτηκαν στο δάσος.

αγκαλιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Reúna os seus filhos perto de você.

φέρνω κπ/κτ κοντά

verbo transitivo

συλλέγω, συγκεντρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As agências de inteligência estão recolhendo mais informações sobre nossas atividades online.
Οι υπηρεσίες πληροφοριών συλλέγουν όλο και περισσότερα δεδομένα για τις διαδικτυακές μας δραστηριότητες.

συγκεντρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξανασυναντώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξανασυγκεντρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαζεύω, συγκεντρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian reuniu uma equipe para criar um plano.
Ο Μπράιαν δημιούργησε μια ομάδα για να βρει ένα σχέδιο.

συγκεντρώνω, μαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se queremos jogar futebol, primeiro temos que reunir alguns jogadores.
Άμα θέλουμε να παίξουμε ποδόσφαιρο πρέπει πρώτα να μαζέψουμε μερικούς παίκτες.

μαζεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνέρχομαι, συνεδριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nos reunimos uma vez por semana no centro comunitário.
Συνερχόμαστε (or: συνεδριάζουμε) μια φορά τον μήνα στο κέντρο της κοινότητας.

μαζεύω, συγκεντρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ενσωματώνω, συμπεριλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim incorporou suas ideias políticas em sua apresentação.
Ο Τζιμ ενσωμάτωσε τις πολιτικές του ιδέες στην παρουσίαση για τη σχολή του.

συναθροίζομαι

(επίσ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι πολίτες συναθροίστηκαν (or: συγκεντρώθηκαν) στην πλατεία για να διαμαρτυρηθούν.

ξαναεξοικειώνω

(κάνω οικείο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαζεύω

(animais)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As ovelhas se dispersaram, por isso temos que arrebanhá-las de novo.
Τα πρόβατα διασκορπίστηκαν και έτσι πρέπει να τα μαζέψουμε ξανά.

συγκεντρώνω, μαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marnie já montou uma equipe para a corrida de caridade do próximo ano.
Η Μάρνυ έχει ήδη μαζέψει την ομάδα για τη φιλανθρωπική εκδήλωση τον επόμενο χρόνο.

συναντιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διερευνώ

(προθέσεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω στη θέση του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιστρατεύω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oliver reuniu todos os amigos de Joyce para virem ajudar.
Ο Όλιβερ επιστράτευσε όλους τους φίλους της Τζόις να έρθουν να τη βοηθήσουν.

μαζεύω, βρίσκω

verbo transitivo (coragem, ânimo, forças)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beto exibiu sua coragem e foi para cima.
Ο Μπομπ μάζεψε το κουράγιο του και το επιχείρησε.

συσσωρεύω, συγκεντρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συναρμολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não consigo juntar todas as informações.

συγκαλώ ξανά

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαζεύομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As pessoas se reuniram para a cerimônia.
Ο κόσμος συγκεντρώθηκε για την τελετή.

συνέρχομαι, συνεδριάζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O sindicato vai se reunir na terça-feira.
Το σωματείο θα συνέλθει (or: συνεδριάσει) την Τρίτη.

επανασυνεδριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ενώνομαι, συνασπίζομαι

(unir as forças)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Devemos nos unir se quisermos vencer a batalha.
Πρέπει να ενωθούμε (or: συνασπιστούμε), αν θέλουμε να κερδίσουμε τη μάχη.

συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Reúnam-se todos! O Ricardo tem algo para contar!

συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os líderes de equipe se reuniram para discutirem o problema.
Οι αρχηγοί της ομάδας πρέπει να μαζευτούν για να συζητήσουν το πρόβλημα.

συγκεντρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκομαι

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
Vamos nos reunir alguma hora e botar a conversa em dia.
Να βρεθούμε κάποια στιγμή και να πούμε τα νέα μας.

σχηματίζω κύκλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O time agrupou-se enquanto o técnico do time adversário discutia com o árbitro.
Η ομάδα σχημάτισε κύκλο ενώ ο προπονητής της αντίπαλης ομάδας μάλωνε με τον διαιτητή.

συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A turma toda se reuniu para o jantar de caridade.
Όλη η τάξη μαζεύτηκε για το φιλανθρωπικό δείπνο.

βρίσκομαι με κπ

(καθομιλουμένη)

τρέχω, σπεύδω

(να βοηθήσω κ.λπ.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os amigos de Joyce se reuniram quando souberam de sua má sorte.
Οι φίλοι της Τζόις έσπευσαν (or: έτρεξαν) όταν έμαθαν για την ατυχία της.

έρχομαι σε επαφή, έρχομαι σε επικοινωνία

verbo pronominal/reflexivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαζεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As pessoas começaram a aglomerar-se para verem o que estava acontecendo.
Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται για να δει τι συνέβαινε.

μαζεύομαι, συναντιέμαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συναντιέμαι από κοντά/πρόσωπο με πρόσωπο

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρίσκω το κουράγιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
E tiraria ela pra dançar se eu tivesse coragem.

συνεργάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Todos reuniram esforços para fazer do show um sucesso.
Όλοι συνεργάστηκαν για να πετύχει η συναυλία.

κάθομαι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων

(figurado) (μεταφορικά ή κυριολεκτικά: με κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρίσκω το κουράγιο να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jane está criando coragem para pedir um aumento para o chefe dela.

καλώ κπ για επιθεώρηση

(militar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O sargento passou a revista nos soldados.
Ο λοχίας κάλεσε τους στρατιώτες του για επιθεώρηση.

συνεδριάζω

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O Parlamento está agora se reunindo em sessão.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του reunir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.