Τι σημαίνει το rosa στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rosa στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rosa στο πορτογαλικά.

Η λέξη rosa στο πορτογαλικά σημαίνει ροζ, τριαντάφυλλο, ροζ, τριανταφυλλιά, ροζέτα, ροζ, ροζ, υπεραισιόδοξος, αλκέα, αλθαία, δεντρομολόχα, αιθέριο έλαιο, αγριοτριανταφυλλιά, είδος τριανταφυλλιάς, άγριο τριαντάφυλλο, ανεμολόγιο ναυτικού χάρτη, αιολικό τριαντάφυλλο, ανεμολόγιο ναυτικού χάρτη, αιολικό τριαντάφυλλο, ροδαλός, ρόδινος, όνειρα γλυκά, μπουμπούκι, είδος αγριοτριανταφυλλλιάς, λυθρίνι, έντονο ροζ, κυνόροδο, τριανταφυλλένια χείλη, από κυνόροδο, με κυνόροδο, από παλίσανδρο, αγριοτριαντάφυλλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rosa

ροζ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ela adorava vestir a camisa rosa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η ανατολή του ήλιου έκανε τον ουρανό ρόδινο.

τριαντάφυλλο

substantivo feminino (flor)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele comprou uma dúzia de rosas no Dia dos Namorados para ela.
Της πήρε μια δωδεκάδα τριαντάφυλλα τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου.

ροζ

substantivo feminino (cor)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Algumas meninas adoram vestir rosa.
Σε κάποια κοριτσάκια αρέσει να φοράνε ροζ.

τριανταφυλλιά

substantivo feminino (roseira)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ροζέτα

(ornamento) (ανάγλυφο διακοσμητικό στο ταβάνι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A teto da sala de visitas tem uma rosa adorável.
Το ταβάνι του σαλονιού έχει μία ωραία ροζέτα.

ροζ

substantivo feminino (cor de rosa)

ροζ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

υπεραισιόδοξος

adjetivo (figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αλκέα, αλθαία, δεντρομολόχα

substantivo feminino (planta)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αιθέριο έλαιο

(λουλουδιών)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αγριοτριανταφυλλιά

substantivo feminino (φυτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είδος τριανταφυλλιάς

substantivo feminino (flor: variedade de rosa)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

άγριο τριαντάφυλλο

substantivo feminino

ανεμολόγιο ναυτικού χάρτη

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αιολικό τριαντάφυλλο

substantivo feminino (símbolo em mapa)

ανεμολόγιο ναυτικού χάρτη

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αιολικό τριαντάφυλλο

substantivo feminino (diagrama: direção dos ventos)

ροδαλός, ρόδινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όνειρα γλυκά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπουμπούκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

είδος αγριοτριανταφυλλλιάς

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λυθρίνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O pargo rosa é um peixe tão popular que está ameaçado em muitas partes do mundo.
Το λυθρίνι είναι τόσο δημοφιλές ψάρι που είναι υπό εξαφάνιση σε πολλά μέρη του κόσμου.

έντονο ροζ

substantivo masculino

Você tem esse top em rosa choque?

κυνόροδο

(καρπός αγριοτρυανταφυλλιάς)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα κυνόροδα προσφέρουν χρώμα στον κήπο μας το χειμώνα ενώ είναι πλούσια σε βιταμίνη C.

τριανταφυλλένια χείλη

(μεταφορικά, λόγιος)

από κυνόροδο, με κυνόροδο

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Απήλαυσε πραγματικά το τσάϊ από κυνόροδο (or: με κυνόροδο) καθώς μύριζε όπως το άνθος.

από παλίσανδρο

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγριοτριαντάφυλλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rosa στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.