Τι σημαίνει το s'arrêter στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης s'arrêter στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του s'arrêter στο Γαλλικά.
Η λέξη s'arrêter στο Γαλλικά σημαίνει σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, συλλαμβάνω, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, αποκρούω, ανακόπτω, αναστέλλω, συγκρατώ, κόβω την συνήθεια, τερματίζω, διακόπτω, παύω, σταματάω, σταματώ, σταματάω, εγκαταλείπω, σταματάω, σταματώ, σβήνω, κλείνω, το κόβω, κόφτο, σταμάτα, εγκαταλείπω, σταματώ, συλλαμβάνω, σταματάω, σταματώ, βγάζω, πιάνω, πιάνω, σταματάω, σταματώ, παύω, το κόβω, σταματάω, σταματώ, πιάνω, συλλαμβάνω, τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνω, παύω, σταματώ, διακόπτω, παύω, καταργώ, σβήνω, σταματάω, σταματώ, κόβω, σταματάω, σταματώ, πιάνω, σταματάω, σταματώ, εμποδίζω, βγάζω, ακυρώνω, τερματίζω, διακόπτω, χαλαρώνω, περιορίζω, ελαττώνω, λιγοστεύω, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, παραμένω, μένω, σταματάω, σταματώ, σταματώ, ακινητοποιούμαι, κάνω μια στάση, σταματώ, κάνω στην άκρη, μένω στάσιμος, σταματάω, σταματώ, τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνομαι, πλησιάζω, προσεγγίζω, σταματάω, σταματώ, κάνω στην άκρη, κατεβαίνω, σβήνω, πεθαίνω, πάει να σπάσει, σταματάω, σταματώ, σβήνω, πεθαίνω, σταματάω, παύω, διακόπτομαι, σταματώ, παρκάρω, υποχώρηση, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματώ, ακινητοποιούμαι, εγκαταλείπω, εγκαταλείπω, κόβω, σταματάω, σταματώ, κόβω την κακή συνήθεια, φλυαρώ, φλυαρώ, ακινητοποίηση, κάνω σήμα, χωρίς διακοπή, νευρόσπαστο, απόλυτη στάση, πολυάσχολος, διακοπή καπνίσματος, σταματώ δραστηριότητα, σταματάω χρονόμετρο, κόβω το κάπνισμα, σταματάω το κάπνισμα, μιλάω ακατάπαυστα, δείχνω την προτίμησή μου διά της παρουσίας μου, ξεκαβαλικεύω, σχεδόν γίνομαι, σταματάω να κάνω κτ, σταματώ να κάνω κτ, συμμαζεύομαι, μπαίνω στον ίσιο δρόμο, μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ, παύω να κάνω κτ, κάνω στάση, λέω κτ ανιαρό, λέω κτ βαρετό, κάνω μια στάση, σταματάω, σταματώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης s'arrêter
σταματάω, σταματώverbe intransitif Je n'aime pas fumer et je veux arrêter. Δεν μου αρέσει το κάπνισμα και θέλω να το κόψω. |
σταματάω, σταματώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Veux-tu arrêter ça tout de suite ! Θα μπορούσες να το σταματήσεις αυτό σε παρακαλώ; |
συλλαμβάνωverbe transitif (police) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police arrêta (or: appréhenda) plusieurs suspects. Η αστυνομία συνέλαβε αρκετούς ύποπτους. |
σταματάω, σταματώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il arrêta (or: stoppa) la voiture pour jeter un œil à la carte. Σταμάτησε (or: Ακινητοποίησε) το αυτοκίνητο για να κοιτάξει τον χάρτη. |
σταματάω, σταματώverbe transitif (un moteur, une machine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Éteins la machine avant d'entamer des réparations. Κλείσε (or: σβήσε) τη μηχανή πριν την επισκευάσεις. |
αποκρούωverbe transitif (un ballon,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gardien de but a bloqué le tir. |
ανακόπτω, αναστέλλωverbe transitif (Médecine) (εμποδίζω, καθυστερώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous espérons que la chimiothérapie va enrayer la progression de la tumeur. Ελπίζουμε ότι η χημειοθεραπεία θα σταματήσει την ανάπτυξη του όγκου. |
συγκρατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La digue fit barrage à l'inondation. Το ανάχωμα ανέστειλε την εξάπλωση των νερών της πλημμύρας. |
κόβω την συνήθειαverbe intransitif Il n'a pas fumé depuis six mois. Peut-être qu'il a arrêté, finalement ! |
τερματίζω, διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παύωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'arrive pas à me concentrer quand tu tapotes des doigts sur le bureau. Arrête. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, όταν χτυπάς τα δάχτυλά σου στο γραφείο. Σταμάτα. |
σταματάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εγκαταλείπω(l'école) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a arrêté l'école avant d'obtenir son diplôme. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παράτησε τις σπουδές του πριν πάρει πτυχίο.Πολλοί διαγωνιζόμενοι εγκατέλειψαν το τουρνουά λόγω τραυματισμών. |
σταματάω, σταματώverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je crois que je vais arrêter pour ce soir : ce fut une longue journée ! |
σβήνω, κλείνωverbe transitif (Η/Υ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πριν φύγω από το γραφείο σβήνω πάντοτε τον υπολογιστή μου. Ποτέ μην ξεχνάτε να κλείσετε τον υπολογιστή σας πριν πάτε σπίτι στο τέλος της ημέρας. |
το κόβωverbe intransitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gary sifflait faux jusqu'à ce que Dave lui dise d'arrêter. |
κόφτο, σταμάταverbe intransitif (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il n'arrête pas de me taquiner au sujet de mon copain. J'aimerais qu'il arrête. |
εγκαταλείπω, σταματώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les grévistes ont déclaré qu'ils n'arrêteraient pas leur campagne d'action. Οι διαδηλωτές δήλωσαν ότι δεν θα σταματήσουν την εκστρατεία δράσης τους. |
συλλαμβάνω(police) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σταματάω, σταματώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police nous a arrêtés pour excès de vitesse. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μας σταμάτησε η αστυνομία επειδή τρέχαμε. |
βγάζω(une activité) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αν θέλεις να ζήσεις περισσότερο, βγάλε το άγχος από τη ζωή σου. |
πιάνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιάνωverbe transitif (police) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police a arrêté le suspect pour meurtre. Η αστυνομία έπιασε (or: συνέλαβε) τους ύποπτους με κατηγορία φόνου. |
σταματάω, σταματώ, παύωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu me rends fou avec tes questions, arrête ! Με τρελαίνεις με όλες αυτές τις ερωτήσεις σου. Σταμάτα! (or: Πάψε!) |
το κόβωverbe intransitif (καθομ: κακή συνήθεια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Avant, Sonia se droguait, mais elle a arrêté il y a des années. Η Σόνια έπαιρνε ναρκωτικά, αλλά σταμάτησε πριν από χρόνια. |
σταματάω, σταματώ(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous deux ! Arrêtez immédiatement de vous battre ! Ε, εσείς οι δύο! Κόφτε τον τσακωμό! Τώρα! |
πιάνωverbe transitif (Base-ball, Cricket : une balle) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il arrêta la balle avec dextérité. |
συλλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police a arrêté le suspect ce matin. |
τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνω(émission,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous arrêtons la pièce à la fin de la saison. |
παύω, σταματώ(directement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το μηχάνημα χάλασε κι έτσι ο εργοδηγός έβαλε τέρμα στην εργασία. |
διακόπτω, παύω, καταργώ(σταματώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La desserte de notre ville par le train a été interrompu. |
σβήνωverbe transitif (απενεργοποιώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Arrête (or: Éteins) le moteur. Nous en avons pour un moment. Σβήσε τη μηχανή. Θα μείνουμε εδώ αρκετά. |
σταματάω, σταματώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce livre est dur à trouver vu que sa maison d'édition en a interrompu la publication il y a des années. Είναι δύσκολο να βρεθεί αυτό το βιβλίο γιατί ο εκδότης διέκοψε την έκδοσή του πολλά χρόνια πριν. |
κόβωverbe transitif (une émission) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La chaîne de télévision a arrêté l'émission du fait du faible audimat. |
σταματάω, σταματώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La direction a stoppé le projet lorsque l'argent a commencé à manquer. Η διοίκηση διέκοψε το πρότζεκτ όταν εξαντλήθηκαν τα χρήματα. |
πιάνωverbe transitif (un criminel,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police a arrêté (or: capturé) le criminel sans aucun problème. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cesse immédiatement de siffler ! Σταμάτα να σφυρίζεις αμέσως! |
εμποδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On lui a dit d'éliminer les glucides riches en féculents de son alimentation. Της είπαν να βγάλει τους αμυλούχους υδατάνθρακες από τη δίαιτά της. |
ακυρώνω, τερματίζω, διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand nous avons vu le prix des marchandises, nous n'avons pas poursuivi la commande. Όταν ανακαλύψαμε πόσο ακριβά ήταν τα προϊόντα ακυρώσαμε την παραγγελία. |
χαλαρώνω, περιορίζω, ελαττώνω, λιγοστεύω(arrêt complet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'averse a finalement cessé après quatre heures de déluge ininterrompu. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η δυνατή βροχή ελαττώθηκε μετά από τέσσερις ώρες ακατάπαυστης νεροποντής. |
σταματάω, σταματώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le garde leur a ordonné de s'arrêter. Ο φρουρός τους διέταξε να σταματήσουν. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pluie s'est arrêtée. Η βροχή σταμάτησε. |
παραμένω, μένωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Au lieu de rouler jusqu'à l'eau, la balle de golf s'est arrêtée dans l'herbe. Η μπάλα του γκολφ αντί να κυλήσει στο νερό, παρέμεινε (or: έμεινε) στο γρασίδι. |
σταματάω, σταματώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Attendez que le bus s'arrête avant de descendre. |
σταματώ, ακινητοποιούμαι(véhicule, personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω μια στάση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous nous arrêtons toujours pour rendre visite à Mamie les dimanches. Πάντα κάνουμε μια στάση για να επισκεφτούμε τη γιαγιά το Σάββατο. |
σταματώ, κάνω στην άκρηverbe pronominal (αυτοκίνητο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le taxi s'arrêta le long du trottoir, et elle en descendit. Το ταξί σταμάτησε στην άκρη του πεζοδρομίου και η γυναίκα βγήκε έξω. |
μένω στάσιμοςverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le temps s'était arrêté ; la maison de mes grands-parents n'avait pas changé depuis mon enfance. |
σταματάω, σταματώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La voiture s'arrêta au passage à niveau. Το αυτοκίνητο σταμάτησε όταν έφτασε στις ράγες του τραίνου. |
τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνομαι(émission,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'émission doit s'arrêter (or: disparaître) la semaine prochaine. |
πλησιάζω, προσεγγίζωverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deux voitures se sont arrêtées devant la maison. Δύο αυτοκίνητα πλησίασαν το σπίτι. |
σταματάω, σταματώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Emily n'arrête pas de se plaindre au sujet de son petit ami, elle n'arrête jamais ! Η Έμιλυ παραπονιέται συνέχεια για το αγόρι της, δεν σταματάει ποτέ! |
κάνω στην άκρηverbe pronominal (en voiture) (στον παράδρομο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On devrait s'arrêter à ce restaurant à la prochaine sortie. |
κατεβαίνωverbe pronominal (τέλος παραστάσεων) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pièce s'arrête lundi. |
σβήνω, πεθαίνωverbe pronominal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le projet s'est arrêté à partir du moment où plus personne ne s'y intéressait. Το έργο έσβησε όταν όλοι έχασαν το ενδιαφέρον τους. |
πάει να σπάσει(cœur) (μεταφορικά: η καρδιά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La tempête cessa au petit matin. Η καταιγίδα σταμάτησε τις πρώτες πρωινές ώρες. |
σβήνω, πεθαίνω(figuré : disparaître) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'amour que j'ai pour toi ne mourra jamais. Η αγάπη μου για σένα δεν θα σβήσει ποτέ. |
σταματάω, παύω, διακόπτομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σταματώ, παρκάρω(véhicule) (αυτοκίνητο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand la voiture de son père s'est arrêtée (or: s'est garée) à côté de la maison, elle a couru l'accueillir. |
υποχώρησηverbe pronominal (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a plu toute la journée et on ne dirait pas que ça va s'arrêter. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pouvons-nous nous arrêter (or: nous reposer) un instant, ou faut-il continuer à marcher ? Μπορούμε να σταματήσουμε για λίγο ή πρέπει να συνεχίσουμε να περπατάμε; |
σταματάω, σταματώverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le ballon s'est arrêté (or: s'est immobilisé) au pied de la colline. |
σταματώ, ακινητοποιούμαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'avion a fait un atterrissage forcé et dès que l'avion s'est immobilisé, nous avons évacué l'appareil par les portes de secours. |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Εγκατέλειψα την προσπάθεια να τους κάνω να πιστέψουν σε μένα. |
εγκαταλείπω, κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ça va être dur, mais je vais essayer d'arrêter de manger du chocolat pour le Carême. Θα είναι δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσω να κόψω τη σοκολάτα τη Σαρακοστή. |
σταματάω, σταματώ(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) S'il te plaît, arrête de m'appeler. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παύσατε πυρ! |
κόβω την κακή συνήθεια(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φλυαρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φλυαρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ακινητοποίηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'arrêt du train était dû à une défaillance technique. Η ακινητοποίηση του τρένου οφειλόταν σε τεχνικό πρόβλημα. |
κάνω σήμα(un taxi) (για να σταματήσει) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le portier va vous héler un taxi. |
χωρίς διακοπή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) J'ai travaillé de midi à neuf heures sans interruption (or: sans m'arrêter). |
νευρόσπαστο(καθομ: παιδί) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
απόλυτη στάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils ont entendu un grand boum dans le moteur et la voiture s'est mise à l'arrêt complet. |
πολυάσχολοςverbe intransitif (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tu as nettoyé toute la maison ce matin ? Mais tu débordes d'énergie ! |
διακοπή καπνίσματος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) À tout instant, arrêter de fumer diminue le risque de complications liées au tabac. |
σταματώ δραστηριότητα(καθομιλουμένη) Ça fait des heures que je bosse, c'est bon, je m'arrête là pour aujourd'hui. |
σταματάω χρονόμετροlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κόβω το κάπνισμα, σταματάω το κάπνισμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μιλάω ακατάπαυστα
|
δείχνω την προτίμησή μου διά της παρουσίας μου(pour montrer son désaccord) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκαβαλικεύω(arrogance) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχεδόν γίνομαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σταματάω να κάνω κτ, σταματώ να κάνω κτlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Arrêter de discuter ! Tu me donnes la migraine ! |
συμμαζεύομαι(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπαίνω στον ίσιο δρόμο(familier) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après sa sortie de prison, Alan était déterminé à se ranger. |
μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les deux frères n'arrêtent pas de disputer pour savoir lequel est le meilleur au basket. |
παύω να κάνω κτverbe transitif |
κάνω στάση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce train s'arrêtera à Bromley South et à London King's Cross. Το τρένο θα κάνει στάση στους σταθμούς Μπρόμλι Σάουθ και Λόντον Κινγκς Κρος. |
λέω κτ ανιαρό, λέω κτ βαρετό(familier, péjoratif) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je me suis éclipsé tandis qu'elle blablatait. Το έσκασα από την πίσω μεριά της αίθουσας, ενώ εκείνη συνέχιζε να φλυαρεί. |
κάνω μια στάση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous avons fait escale pour la nuit à Miami en venant ici. Μείναμε ένα βράδυ στο Μαϊάμι ερχόμενοι εδώ. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του s'arrêter στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του s'arrêter
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.