Τι σημαίνει το cesser στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cesser στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cesser στο Γαλλικά.

Η λέξη cesser στο Γαλλικά σημαίνει σταματάω, σταματώ, παύω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, παύω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, παύω, διακόπτομαι, χαλαρώνω, περιορίζω, ελαττώνω, λιγοστεύω, σταματώ, ακινητοποιούμαι, σταματάω, σταματώ, ακυρώνω, τερματίζω, διακόπτω, διακόπτω, παύω, καταργώ, σταματάω, σταματώ, σταθερά, μόνιμα, μονίμως, διαρκώς, παύω να υπάρχω, εξαφανίζομαι, δίνω ένα τέλος σε κτ, ποτέ δε σταματώ, παύω να κάνω κτ, σβήνω, καταλαγιάζω, κλείνω, αποσύρω τη χρηματοδότηση από κτ/κπ, κατάπαυση του πυρός, αναβάλλω, αναστέλλω, διακόπτω, απεργώ, παύω να είμαι, σταματάω, σταματώ, διακόπτω, παύω, καταργώ, απέχω, σχολάω, προσφέρω επίμονα, τσακώνομαι, χωρίζω, χαλάω, χαλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cesser

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pluie s'est arrêtée.
Η βροχή σταμάτησε.

παύω, σταματώ

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un ordre de justice est arrivé, demandant au journaliste de cesser toute activité.

σταματάω, σταματώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La tempête cessa au petit matin.
Η καταιγίδα σταμάτησε τις πρώτες πρωινές ώρες.

παύω, σταματώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cesse immédiatement de siffler !
Σταμάτα να σφυρίζεις αμέσως!

σταματάω, παύω, διακόπτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλαρώνω, περιορίζω, ελαττώνω, λιγοστεύω

(arrêt complet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'averse a finalement cessé après quatre heures de déluge ininterrompu.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η δυνατή βροχή ελαττώθηκε μετά από τέσσερις ώρες ακατάπαυστης νεροποντής.

σταματώ, ακινητοποιούμαι

(véhicule, personne)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je n'arrive pas à me concentrer quand tu tapotes des doigts sur le bureau. Arrête.
Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, όταν χτυπάς τα δάχτυλά σου στο γραφείο. Σταμάτα.

ακυρώνω, τερματίζω, διακόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand nous avons vu le prix des marchandises, nous n'avons pas poursuivi la commande.
Όταν ανακαλύψαμε πόσο ακριβά ήταν τα προϊόντα ακυρώσαμε την παραγγελία.

διακόπτω, παύω, καταργώ

(σταματώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La desserte de notre ville par le train a été interrompu.

σταματάω, σταματώ

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
S'il te plaît, arrête de m'appeler.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παύσατε πυρ!

σταθερά, μόνιμα, μονίμως, διαρκώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'opposition monte régulièrement dans les sondages d'opinion et il y a de fortes chances qu'elle remporte les prochaines élections.
Η αντιπολίτευση κερδίζει σταθερά έδαφος στις δημοσκοπήσεις και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να κερδίσει τις επόμενες εκλογές.

παύω να υπάρχω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξαφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δίνω ένα τέλος σε κτ

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les autorités ont agi rapidement pour faire cesser les émeutes après le match de football.

ποτέ δε σταματώ

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La bêtise de ce présentateur radio ne cesse (jamais) de m'étonner.

παύω να κάνω κτ

verbe transitif

σβήνω, καταλαγιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les cris ont cessé quand la star a commencé à chanter.
Οι φωνές καταλάγιασαν όταν ο αστέρας της ροκ ξεκίνησε να τραγουδά.

κλείνω

(επιχείρηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand le médecin a été tué, son cabinet a dû fermer.
Όταν ο γιατρός σκοτώθηκε, η κλινική έπρεπε να διακόψει τις εργασίες της.

αποσύρω τη χρηματοδότηση από κτ/κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατάπαυση του πυρός

locution verbale

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Les deux camps se sont mis d'accord pour cesser le feu.

αναβάλλω, αναστέλλω, διακόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απεργώ

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παύω να είμαι

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταματάω, σταματώ

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vas-tu enfin arrêter de m'interrompre quand j'essaie d'étudier ?
Θα σταματήσεις να με διακόπτεις, ενώ προσπαθώ να μελετήσω;

διακόπτω, παύω, καταργώ

locution verbale (σταματώ την παραγωγή προϊόντος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je crois qu'ils ont arrêté la production de ce modèle il y a des années.

απέχω

locution verbale (από το να κάνω κάτι)

Le tribunal a ordonné à l'entreprise de cesser complètement de commercer.

σχολάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand il pleut, le patron nous permet d'arrêter de travailler plus tôt.
Όταν βρέχει το αφεντικό μάς αφήνει να σχολάσουμε νωρίς απ' τη δουλειά.

προσφέρω επίμονα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μου πρόσφεραν επίμονα κρασί πριν να μου αναφέρουν τα νέα.

τσακώνομαι, χωρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai l'impression de devoir mettre fin à une dispute entre ces enfants tous les jours.

χαλάω, χαλώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cesser στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του cesser

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.