Τι σημαίνει το sacudir στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sacudir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sacudir στο πορτογαλικά.
Η λέξη sacudir στο πορτογαλικά σημαίνει τινάζω, τινάζω κτ από κτ, σείομαι, δονούμαι, τραντάζομαι, χαλαρώνω, προσαρμόζομαι, παρακινώ, παροτρύνω, κουνάω, κουνάω κτ με σκοπό να πέσει κτ, κουνάω, κλονίζω, ανακινώ, ταράζω, αναστατώνω, συγκλονίζω, τινάζω, κουνάω, κουνώ, τίναγμα, κουνώ, κουνώ, τραντάζω, αναπηδώ, τραντάζομαι, ταρακουνιέμαι, κουνάω, κουνώ, σηκώνω απότομα, κουνάω, κουνώ, ταρακουνάω, ταρακουνώ, ανακινώ, τινάζομαι, πετιέμαι, ξεσκονίζω, κουνάω, κουνώ, κουνιέμαι, ξεσκονίζω, κουνιέμαι, ξεσκονίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sacudir
τινάζω(figurado, para limpar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τινάζω κτ από κτ(figurado, remover ao balançar) |
σείομαι, δονούμαι, τραντάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O prédio foi sacudido pelo terremoto. Το κτίριο ταρακουνήθηκε με το σεισμό. |
χαλαρώνωverbo transitivo (músculo machucado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσαρμόζομαι(figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παρακινώ, παροτρύνω(figurado) (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esta notícia vai induzir (or: incitar) as pessoas a agir. |
κουνάω(dado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sacuda os dados e jogue. |
κουνάω κτ με σκοπό να πέσει κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Chacoalhe o fruto da árvore. Κούνησε το δέντρο για να πέσουν τα φρούτα. |
κουνάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O vento estava balançando as árvores. |
κλονίζω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A prova científica pode estremecer a sua fé. |
ανακινώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Agite o remédio para misturá-lo. Ανακινήστε το φάρμακο για να το αναμίξετε. |
ταράζω, αναστατώνω, συγκλονίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Essa má notícias vai perturbá-la. |
τινάζω(κτ από κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sacuda a poeira das suas sandálias antes de entrar na casa. Τίναξε τη σκόνη από τα σανδάλια σου πριν μπεις μέσα στο σπίτι. |
κουνάω, κουνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ian sacudiu as rédeas do cavalo para fazê-lo começar a se mover. Ο Ίαν κουνούσε τα χαλινάρια του αλόγου για να το κάνει να αρχίσει να κινείται. |
τίναγμα(από ηλεκτρικό ρεύμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cem watts de eletricidade sacudiram Eric quando ele tocou no fio. |
κουνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você precisa sacudir o cabo para fazer a máquina ligar. |
κουνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τραντάζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A explosão sacudiu o prédio. Η έκρηξη τράνταξε (or: ταρακούνησε) το κτίριο. |
αναπηδώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τραντάζομαι, ταρακουνιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O avião inteiro sacudiu. |
κουνάω, κουνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σηκώνω απότομα(cabeça) O cavalo sacudiu a cabeça, impaciente para seguir em frente. |
κουνάω, κουνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ταρακουνάω, ταρακουνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeremy sacudiu o copo de café e derramou café quente na mão dele. Ο Τζέρεμι ταρακούνησε την κούπα του και έχυσε καυτό καφέ πάνω στο χέρι του. |
ανακινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τινάζομαι, πετιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O cavalo se sacudiu para fora do caminho quando uma cobra arrastou-se para fora dos arbustos. Το άλογο τραβήχτηκε απότομα στην άκρη όταν ένα φίδι βγήκε από τους θάμνους. |
ξεσκονίζωverbo transitivo (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κουνάω, κουνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O homem estava gritando e balançando seu dedo. Ο άντρας φώναζε και κουνούσε το δάχτυλό του. |
κουνιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A gelatina sacolejava no prato. |
ξεσκονίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα Χριστούγεννα θα πάμε Γαλλία! Ευκαιρία να ξεσκονίσω τα γαλλικά μου. |
κουνιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεσκονίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sacudir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του sacudir
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.