Τι σημαίνει το sauf στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sauf στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sauf στο Γαλλικά.

Η λέξη sauf στο Γαλλικά σημαίνει ασφαλής, εκτός από, εκτός από, εκτός από, με εξαίρεση, εκτός από, με εξαίρεση, εκτός από, εκτός από, εξαιρούμενος, εκτός, εκτός, με εξαίρεση, εξαιρουμένου, εκτός, εκτός από, αβλαβής, αλώβητος, κάθε άλλο παρά, με όλον τον σεβασμό, με σεβασμό, εκτός αν, αν δεν, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, αν δεν αναφέρεται διαφορετικά, όλοι εκτός, οτιδήποτε εκτός, διόλου, καθόλου, εκτός από το να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sauf

ασφαλής

adjectif (sport : baseball) (μπέιζμπολ: στη βάση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le coureur était sauf sur la première base.

εκτός από

préposition

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tout le monde sauf toi fera partie de l'excursion. Tout le monde ici est blond, sauf (or: excepté) Jane, qui est brune.
Όλοι θα πάνε εκδρομή, εκτός από σένα.

εκτός από

Il a mangé tous les gâteaux sauf un.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έφαγε όλα τα μπισκότα παρά ένα.

εκτός από, με εξαίρεση

préposition

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tout le monde est venu pour Noël sauf ma sœur qui vit à Paris.
Όλοι ήρθαν στο σπίτι για τα Χριστούγεννα, εκτός από την αδερφή μου που ζει στο Παρίσι.

εκτός από, με εξαίρεση

préposition

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εκτός από

À part moi, personne ne faisait rien.
Κανείς δεν έκανε τίποτα, παρά μόνο εγώ.

εκτός από

Je déteste tous les légumes sauf (or: hormis) les carottes.

εξαιρούμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

εκτός

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Allons au magasin, à moins que tu n'aies une meilleure idée.
Πάμε τώρα στο κατάστημα, εκτός κι αν έχεις καμιά καλύτερη ιδέα.

εκτός, με εξαίρεση, εξαιρουμένου

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
À part moi, aucun de mes camarades de classe n'a rendu la dissertation dans les délais.
Κανείς από τους συμμαθητές μου εκτός από μένα δεν παρέδωσε την έκθεση εγκαίρως.

εκτός

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sauf retards supplémentaires, nous devrions arriver avant 19 h.
Θα πρέπει να φτάσουμε εκεί μέχρι τις 7 μμ, εκτός αν υπάρξουν κι άλλες καθυστερήσεις.

εκτός από

préposition

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Tout le club de randonnée, sans (pr: sauf) Cathy, ira à l'attaque du Mont Mitchell.

αβλαβής, αλώβητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Heureusement, Nancy est sortie de l'accident indemne.

κάθε άλλο παρά

préposition

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Son nouveau roman est tout sauf ennuyeux.
Κάθε άλλο παρά ανιαρό είναι το βιβλίο του.

με όλον τον σεβασμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sauf votre respect, je ne partage pas du tout votre avis.

με σεβασμό

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sauf le respect que je vous dois, je pense que vous avez tort dans votre argumentation.

εκτός αν, αν δεν

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, αν δεν αναφέρεται διαφορετικά

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sauf indication contraire de votre médecin sur l'ordonnance, ce médicament est à prendre le matin à jeun.

όλοι εκτός

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Tous ses élèves sauf un ont réussi l'examen.
Όλοι εκτός από έναν από τους μαθητές της πέρασαν την εξέταση.

οτιδήποτε εκτός

préposition

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je ferais tout sauf nettoyer les carreaux.

διόλου, καθόλου

(figuré)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ta description est loin d'être juste.
Η περιγραφή σου δεν είναι καθόλου ακριβής.

εκτός από το να κάνω κτ

préposition

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je ne sais pas quoi faire, sauf (or: excepté) m'en aller.
Δεν ξέρω τι να κάνω, εκτός από το να φύγω.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sauf στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.