Τι σημαίνει το scattering στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης scattering στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scattering στο Αγγλικά.

Η λέξη scattering στο Αγγλικά σημαίνει σκόρπισμα, λίγοι, μερικοί, διάχυση, σκορπίζομαι, σκορπίζω κτ σε κτ, σκορπίζομαι, διαλύομαι, διαλύω, σκορπίζομαι σε κτ, απλώνομαι σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης scattering

σκόρπισμα

noun (action of sprinkling [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The scattering of the deceased's ashes will take place at 3pm on Monday.

λίγοι, μερικοί

noun (small amount)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was a scattering of houses here and there across the rural area.

διάχυση

noun (physics: random diffusion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Scattering occurs when particles or radiation are forced to leave their trajectory.

σκορπίζομαι

intransitive verb (go in all directions)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The tailor dropped his box of pins and they scattered everywhere.
Ο ράφτης έριξε κάτω το κουτί με τις καρφίτσες και σκορπίστηκαν παντού.

σκορπίζω κτ σε κτ

(sprinkle, strew)

I scattered a few rose petals across her pillow while she was in the bathroom.
Έριξα μερικά ροδοπέταλα στο μαξιλάρι της όταν ήταν στο μπάνιο.

σκορπίζομαι, διαλύομαι

intransitive verb (people: disperse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When the police arrived, the crowd scattered.
Όταν έφτασε η αστυνομία, το πλήθος σκορπίστηκε (or: διαλύθηκε).

διαλύω

transitive verb (group of people: disperse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police scattered the crowd.
Η αστυνομία διέλυσε το πλήθος.

σκορπίζομαι σε κτ, απλώνομαι σε κτ

(people: disperse over area)

Neanderthals gradually scattered across virtually the whole of Europe.
Οι Νεάτερνταλ σκορπίστηκαν (or: απλώθηκαν) σταδιακά σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scattering στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.