Τι σημαίνει το Scheiß- στο Γερμανικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης Scheiß- στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του Scheiß- στο Γερμανικό.

Η λέξη Scheiß- στο Γερμανικό σημαίνει αναθεματισμένος, καταραμένος, καταραμένος, -, πανάθεμά σε!, σκατά, τρελά, απίστευτα, κακός, χάλια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης Scheiß-

αναθεματισμένος, καταραμένος

(Slang, vulgär) (καθομιλουμένη)

καταραμένος

-

(Slang, vulgär) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

Έβαλε το τεράστιο κωλόσκυλό του να μου ορμήσει.

πανάθεμά σε!

(Slang, vulgär) (σε άτομο)

Diese Scheißfliege!
Αναθεματισμένη παλιόμυγα!

σκατά

(Slang, vulgär) (χυδαίο, αργκό)

Es ist vielleicht eine Scheißerklärung, aber es ist die offizielle Erklärung.
Μπορεί να είναι σκατά εξήγηση, αλλά αυτή είναι η επίσημη εξήγηση.

τρελά

(Slang, vulgär) (μτφ, ανεπίσημο: πολύ)

Brr. Es ist scheißkalt (od: arschkalt) heute!
Μπρρρ. Κάνει τρελό κρύο σήμερα!

απίστευτα

(Slang)

Τα παιδιά πέρασαν απίστευτα καλά στο τσίρκο.

κακός

χάλια

(Slang, vulgär)

Er hatte einen beschissenen Job, der ihn nichts einbrachte.
Έκανε μια σκατοδουλειά με πολύ μικρό μισθό.

Ας μάθουμε Γερμανικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του Scheiß- στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.

Γνωρίζετε για το Γερμανικό

Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.