Τι σημαίνει το shy of στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shy of στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shy of στο Αγγλικά.

Η λέξη shy of στο Αγγλικά σημαίνει ντροπαλός, επιφυλακτικός, διστακτικός, λίγο λιγότερο από, τινάζομαι, υποχωρώ, απομακρύνομαι, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποφεύγω, αποφεύγω να κάνω κτ, λίγο κάτω από, λίγο λιγότερο από. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shy of

ντροπαλός

adjective (timid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The girl was so shy that she would hide behind her mother's legs when someone talked to her.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ήταν ανέκαθεν σεμνό και συνεσταλμένο παιδί.

επιφυλακτικός, διστακτικός

adjective (wary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm a bit shy about speaking to him because he never stops talking.
Διστάζω να του μιλήσω γιατί δεν σταματάει ποτέ να μιλάει.

λίγο λιγότερο από

adjective (having just under [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I am a little shy of the 300 dollars I need to buy the new stereo.

τινάζομαι

intransitive verb (move suddenly, jerk)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The horse shied when the gun accidentally went off.

υποχωρώ, απομακρύνομαι

phrasal verb, intransitive (keep distance) (λόγω ντροπής)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cat shied away when I tried to stroke his head.

απομακρύνομαι από κτ/κπ

(keep distance)

The horse shied away from the elephant.
Το άλογο απομακρύνθηκε από τον ελέφαντα.

αποφεύγω

(figurative (avoid [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's never been one to shy away from hard work.
Ως άνθρωπος, ποτέ του δεν έχει αποφύγει τη σκληρή δουλειά.

αποφεύγω να κάνω κτ

(figurative (avoid doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Kiera is insecure; she tends to shy away from meeting new people.

λίγο κάτω από, λίγο λιγότερο από

preposition (slightly under)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The price of oil is now just shy of $50 a barrel.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shy of στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.