Τι σημαίνει το shut στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shut στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shut στο Αγγλικά.

Η λέξη shut στο Αγγλικά σημαίνει κλειστός, κλείνω, κρύβω, κλείνω, διακόπτω λειτουργία, βάζω λουκέτο, κλείνω, διακόπτω λειτουργία,βάζω λουκέτο, κατεβάζω τους διακόπτες, δεν ακούω, κλείνω, κλείνω κπ/κτ μέσα, αποσυνδέω, διακόπτω παροχή, κλείνω κπ/κτ έξω, κλείνω τα αυτιά μου σε κτ, διώχνω, απομακρύνω, αποκλείω, μπλοκάρω, βγάζω τον σκασμό, το βουλώνω, κλείνω, κλείνω, ξεκάθαρος, προφανής, ξεκάθαρος, εύκολος, φυλακισμένος, απομονωμένος, Βγάλε το σκασμό!, κλείνω, βάζω λουκέτο σε, σβήνω, κλείνω, κλείνω τις πόρτες, σκάσε, σκάω, Βγάλε το σκασμό!, Σκάσε!, Ε, όχι!, Δεν το πιστεύω!, κλείνω τα μάτια, κάνω πως δεν βλέπω, κλείνω τα μάτια, βγάλε το σκασμό, βγάλε το σκασμό, ύπνος, διακοπή, παύση, διακοπής, παύσης, βροντάω, κοπανάω, βροντάω, κλείνω απότομα, κλείνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shut

κλειστός

adjective (closed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wendy went to the shop to buy milk, but it was shut. The door was shut, so Andrew knocked and waited.
Η Γουέντι πήγε στο κατάστημα για να αγοράσει γάλα, αλλά ήταν κλειστό. Η πόρτα ήταν κλειστή, γι' αυτό ο Άντριου χτύπησε και περίμενε.

κλείνω

transitive verb (close)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was getting cold, so Mike shut the window.
Άρχισε να κάνει κρύο, γι' αυτό ο Μάικ έκλεισε το παράθυρο.

κρύβω

phrasal verb, transitive, separable (keep confined)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Victor keeps his priceless wines shut away from prying eyes.

κλείνω, διακόπτω λειτουργία, βάζω λουκέτο

phrasal verb, transitive, separable (close: business operation) (επιχειρήσεις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I plan to shut down the business next month.
Σκοπεύω να κλείσω την επιχείρηση τον επόμενο μήνα.

κλείνω, διακόπτω λειτουργία,βάζω λουκέτο

phrasal verb, intransitive (cease to operate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Many shops have shut down due to the economic crisis.

κατεβάζω τους διακόπτες, δεν ακούω

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (refuse to listen) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλείνω

phrasal verb, transitive, separable (switch off: a computer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To shut down your computer properly, do not simply use the power switch.

κλείνω κπ/κτ μέσα

phrasal verb, transitive, separable (enclose, confine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We always shut the cat in when she's eating so that the dog doesn't disturb her.

αποσυνδέω, διακόπτω παροχή

phrasal verb, transitive, separable (disconnect, stop supply)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Shut off the electricity at the mains when you go away on holiday.

κλείνω κπ/κτ έξω

phrasal verb, transitive, separable (leave outside)

Nancy always shuts the cat out at night.
Η Νάνση πάντα κλείνει την γάτα έξω τη νύχτα.

κλείνω τα αυτιά μου σε κτ

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (not listen) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Brian shut out what Kate was saying; he didn't want to know.
Ο Μπράιαν δεν άκουγε τι έλεγε η Κέιτ· δεν ήθελε να ξέρει.

διώχνω, απομακρύνω

phrasal verb, transitive, separable (sound, sight: block)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lauren tried to shut out the images in her mind.
Η Λόρεν προσπάθησε να σβήσει τις εικόνες από το μυαλό της.

αποκλείω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (person: exclude)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The most exclusive sorority on campus usually shuts out most applicants.
Η πιο πριβέ αδελφότητα στην πανεπιστημιούπολη συνήθως αποκλείει τους περισσότερους υποψηφίους.

μπλοκάρω

phrasal verb, transitive, separable (US (team: prevent scoring)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The team's failure to shut the opposition out was extremely worrying.
Η αποτυχία της ομάδας να μπλοκάρει τους αντιπάλους ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητική.

βγάζω τον σκασμό, το βουλώνω

phrasal verb, intransitive (slang (stop speaking) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I wish he'd shut up and listen sometimes.
Εύχομαι να το βούλωνε και να άκουγε καμιά φορά.

κλείνω

phrasal verb, intransitive (close premises)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The club owners shut up because of complaints about the noise at all hours of the night.
Οι ιδιοκτήτες του κλαμπ το έκλεισαν λόγω παραπόνων για θόρυβο καθόλη τη διάρκεια της νύχτας.

κλείνω

phrasal verb, transitive, separable (close: premises)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patel was shutting the shop up when the two men attacked him.
Ο Πατέλ έκλεινε το μαγαζί όταν του επιτέθηκαν οι δύο άντρες.

ξεκάθαρος, προφανής

adjective (easily accomplished)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεκάθαρος

noun (figurative, informal (crime: easily solved)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is an open-and-shut case of police brutality.

εύκολος

noun (figurative, informal (matter: easily solved)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is an open-and-shut case to build the pipeline.

φυλακισμένος

noun (person confined to a place) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Bob led a reclusive life as a shut-in, barring himself from society.
Ο Μπομπ ζούσε ασκητικά σαν φυλακισμένος, έχοντας επιλέξει την απομόνωση από την κοινωνία.

απομονωμένος

adjective (confined to a place) (λόγω αναπηρίας, ηλικίας)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The charity delivers meals and groceries to shut-in people such as senior citizens who are sick.
Το φιλανθρωπικό ίδρυμα διανέμει γεύματα και είδη παντοπωλείου σε απομονωμένα άτομα, όπως άρρωστους ηλικιωμένους.

Βγάλε το σκασμό!

interjection (impolite, slang (Be quiet, stop talking) (αρκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλείνω, βάζω λουκέτο σε

verbal expression (business, etc.: force it to close) (επιχειρήσεις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
For lack of sales he had to shut it down.

σβήνω, κλείνω

intransitive verb (computer, etc.: switch it off) (συσκευές, Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Be sure to shut it down before you leave the office.

κλείνω τις πόρτες

verbal expression (figurative (put up a barrier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He failed his entrance exam, which has shut the door on him becoming a lawyer.
Απέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις και έτσι έκλεισαν οι πόρτες τις νομικής για αυτόν.

σκάσε

interjection (vulgar, offensive, slang (stop talking) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Shut the f*** up! I don't want to hear another word from you!

σκάω

expression (vulgar, offensive, slang (stop talking) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I wish your sister would shut the f*** up!

Βγάλε το σκασμό!

interjection (offensive (Be quiet, stop talking) (αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Σκάσε!

interjection (impolite, slang (stop speaking) (καθομιλουμένη, αγενές)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Shut up! - what you're saying makes no sense. Oh, just shut up! You have absolutely nothing to say in this matter.
Σκάσε! Αυτά που λες δεν βγάζουν νόημα.

Ε, όχι!, Δεν το πιστεύω!

interjection (slang (disbelief: no way!)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Shut up! Sandra can't possibly want to marry that awful man!
Τι λες τώρα! Η Σάντρα δεν μπορεί να θέλει πράγματι να παντρευτεί αυτό τον απαίσιο άντρα!

κλείνω τα μάτια

verbal expression (close your eyelids) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a big surprise for you, so shut your eyes and I'll bring it in.

κάνω πως δεν βλέπω, κλείνω τα μάτια

verbal expression (figurative (ignore [sth]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She shut her eyes to her husband's activities.

βγάλε το σκασμό

interjection (impolite, slang (stop talking)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've heard enough of your insults - just shut your mouth!

βγάλε το σκασμό

interjection (UK, impolite, slang (stop talking) (καθομ, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ύπνος

noun (informal (sleep)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tania is exhausted and really needs to get some shuteye.

διακοπή, παύση

noun (abrupt stopping of [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διακοπής, παύσης

adjective (for stopping [sth] completely) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βροντάω, κοπανάω

(door: close violently) (την πόρτα για να κλείσει)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βροντάω

(door: close violently) (η πόρτα όταν κλείσει)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κλείνω απότομα

(close abruptly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The door snapped shut.

κλείνω

(close abruptly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy snapped the suitcase shut.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shut στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του shut

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.