Τι σημαίνει το sobressair στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sobressair στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sobressair στο πορτογαλικά.

Η λέξη sobressair στο πορτογαλικά σημαίνει αριστεύω, διαπρέπω, εξέχω, προεξέχω, προβάλλω, προεξέχω, εξέχω, προεξέχω, προεκβάλλω, επικρατώ, εξέχω, προεξέχω, προβάλλω, προεξέχω από κτ, προεξέχω, υποστηρίζω, ξεπερνώ, διακρίνομαι σε κτ, διαπρέπω σε κτ, υψώνομαι πάνω από κπ/κτ, ξεπερνάω, διακρίνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sobressair

αριστεύω, διαπρέπω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando se trata das matérias de ciência, Jane sempre se sobressaiu.
Όταν πρόκειται για θετικά μαθήματα, η Τζέιν πάντοτε τα πήγαινε περίφημα.

εξέχω, προεξέχω, προβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Το μεγαλύτερο υπνοδωμάτιο εξέχει (or: προεξέχει) στο πίσω μέρος του σπιτιού.

προεξέχω

(projetar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξέχω, προεξέχω, προεκβάλλω

(ir além de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η τσάντα της ήταν ανοιχτή και η ομπρέλα της εξείχε.

επικρατώ

(triunfar, ser maior que) (με γενική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O partido de centro-direita sobressaiu aos socialistas nas últimas eleições.
Το κεντροδεξιό κόμμα επικράτησε των Σοσιαλιστών στις τελευταίες εκλογές.

εξέχω, προεξέχω, προβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προεξέχω από κτ

(saliência, protuberância)

προεξέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υποστηρίζω

(vestir-se de forma atraente) (μεταφορικά: ρούχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεπερνώ

verbo transitivo (exceder) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η βαθμολογία του στο διαγώνισμα υπερβαίνει τους βαθμούς όλων των συμμαθητών του.

διακρίνομαι σε κτ, διαπρέπω σε κτ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele não é bom em explicar, mas realmente se sobressai em matemática.
Δεν ξέρει να τα εξηγήσει καλά, αλλά πραγματικά διαπρέπει στα μαθηματικά.

υψώνομαι πάνω από κπ/κτ

verbo pronominal/reflexivo (destacar em altura)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεπερνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para ser bem sucedido, você tem que ir além daquilo que o cliente espera.

διακρίνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Este diretor destacou-se na indústria cinematográfica.
Ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης έχει διακριθεί στην κινηματογραφική βιομηχανία.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sobressair στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.