Τι σημαίνει το somente στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης somente στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του somente στο πορτογαλικά.
Η λέξη somente στο πορτογαλικά σημαίνει ο μόνος, απλώς, απλά, μόνο, απλά, μόνο, μόλις, μόνο, απλά, απλώς, μονάχα, μόνο, μόνο, μόνο για σκοπούς επίδειξης, μόνο για επίδειξη, μόνο αν είναι απαραίτητο, αν και μόνο αν, για πλάκα, μόνο για καθήμενους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης somente
ο μόνοςadvérbio (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Somente o capitão é responsável por sua tripulação. Μόνο ο καπετάνιος είναι υπεύθυνος για το πλήρωμά του. |
απλώς, απλάadvérbio (simplesmente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Isso somente (or: só) fará com que as coisas fiquem mais complicadas. Το μόνο που θα κάνει είναι να περιπλέξει τα πράγματα. |
μόνο, απλά(simplesmente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Eu quero almoçar apenas um sanduíche. Θέλω μόνο (or: απλά) ένα σάντουιτς για μεσημεριανό. |
μόνο, μόλιςadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ela só levou vinte minutos para completar o quebra-cabeça. Χρειάστηκε μόνο (or: μόλις) είκοσι λεπτά, για λύσει τον γρίφο. |
μόνο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Só os familiares participaram do funeral. Só nós formos permitidos na sala. Μόνο μέλη της οικογένειας παρέστησαν στην κηδεία. Μόνο εμείς επιτρέπεται να μπαίνουμε σε αυτό το δωμάτιο. |
απλά, απλώς, μονάχα, μόνοadvérbio (apenas, somente, nada mais) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Isto é simplesmente (or: somente) (or: apenas) um pequeno problema e nada com que se preocupar. Είναι απλά ένα μικρό πρόβλημα και δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχείς. |
μόνο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Eu só (or: somente) quero uma resposta direta. Nada mais. Το μόνο που θέλω είναι μια ξεκάθαρη απάντηση. Τίποτε άλλο. |
μόνο για σκοπούς επίδειξης, μόνο για επίδειξηlocução adjetiva (modelo, amostra) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μόνο αν είναι απαραίτητοlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αν και μόνο αν(na condição de) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για πλάκαexpressão (informal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μόνο για καθήμενουςlocução adjetiva (show: lugares com assentos) (εκδήλωση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του somente στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του somente
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.