Τι σημαίνει το sonho στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sonho στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sonho στο πορτογαλικά.

Η λέξη sonho στο πορτογαλικά σημαίνει όνειρο, ονειροπόληση, ονειρεύομαι, όνειρο, όνειρο, ντόνατ, μπερλίνερ, σε όνειρο, απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός, ευσεβής πόθος, ονειροπόληση, ονειρική κατάσταση, χίμαιρα, ουτοπία, το αμερικάνικο όνειρο, όνειρο που έγινε πραγματικότητα, ονειροπόληση, ονειρικός, ονειρεμένος, ονειρικός, ονειρεμένος, θαυμάσιος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sonho

όνειρο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tive um sonho engraçado a noite passada.
Είδα ένα περίεργο όνειρο χθες το βράδυ.

ονειροπόληση

substantivo masculino (figurado, desejo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele passa o dia inteiro em seus sonhos.
Περνάει όλη τη μέρα στον κόσμο του.

ονειρεύομαι

substantivo masculino (figurado, esperança) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenho um sonho de que um dia vamos todos viver em paz.
Ονειρεύομαι ότι μια μέρα θα ζούμε όλοι ειρηνικά.

όνειρο

substantivo masculino (figurado, belo) (μτφ: όμορφος, ωραίος)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
O novo carro esportivo dele é um sonho!
Το καινούριο του αμάξι είναι ένα όνειρο!

όνειρο

substantivo masculino (figurado, desejo fantasioso)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Seus sonhos bobos nunca se tornarão realidade.

ντόνατ

(rosquinha)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μπερλίνερ

(panificação, doce)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σε όνειρο

substantivo masculino (figurado, desatento) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Είναι ερωτευμένη και είναι στον κόσμο της.

απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός

(επίσημο)

Meu ideal é disputar os Jogos Olímpicos.

ευσεβής πόθος

Μερικές φορές φαίνεται ότι η παγκόσμια ειρήνη είναι απλά ευσεβής πόθος. Σχεδίαζα να επιστρέψω σπίτι για δείπνο αλλά κατέληξε να είναι απλά ένας ευσεβής πόθος.

ονειροπόληση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ονειρική κατάσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χίμαιρα, ουτοπία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Você tem que admitir que paz mundial é um sonho impossível.

το αμερικάνικο όνειρο

(μεταφορικά)

Είναι μετανάστες δεύτερης γενιάς που ζουν το αμερικάνικο όνειρο.

όνειρο που έγινε πραγματικότητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ονειροπόληση

(mito de criação aborígene) (Αβορίγινες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ονειρικός, ονειρεμένος

(pessoa: atrativa/atraente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ονειρικός, ονειρεμένος, θαυμάσιος

(informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sonho στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.