Τι σημαίνει το subir στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης subir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του subir στο Γαλλικά.

Η λέξη subir στο Γαλλικά σημαίνει υποβάλλομαι σε κτ, υφίσταμαι, υποφέρω, πλήττομαι από κτ, που γίνεται αποδέκτης, υφίσταμαι, υφίσταμαι, ζω, αντέχω, υπομένω, επηρεάζομαι στο μεγαλύτερο βαθμό από κτ, χάνω πολλά χρήματα, αποδέχομαι τις συνέπειες, σημειώνω απώλειες, πληρώνω τις συνέπειες, πληρώνω το κόστος, πληρώνω το τίμημα, υπομένω τις συνέπειες, υποβάλλομαι σε κάποια αλλαγή, αλλάζω, μεταμορφώνομαι, παίρνω την ευθύνη, αναλαμβάνω την ευθύνη, μεταλλάσσομαι, εξετάζω κπ κατ' αντιπαράσταση, υποφέρω από απώλεια, λογοδοτώ για κτ, υφίσταμαι τις συνέπειες, έλκομαι, πασάρω, πλασάρω, εν μέσω, το πληρώνω, υπερφορτίζομαι, παθαίνω καρδιακή ανακοπή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης subir

υποβάλλομαι σε κτ

(opération) (εγχείρηση, εξετάσεις)

Il va subir un pontage mercredi.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το νέο μοντέλο της εταιρείας δεν υπέστη μεγάλες μηχανικές αλλαγές.

υφίσταμαι

(une modification, transformation...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποφέρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il subit beaucoup d'épreuves étant enfant.
Πέρασε πολλές κακουχίες όταν ήταν παιδί.

πλήττομαι από κτ

Cette forêt souffre des effets de la pluie acide. Ce sont toujours les pauvres qui souffrent le plus du chômage.
Αυτό το δάσος επλήγη από τις συνέπειες της όξινης βροχής. Πάντα οι φτωχοί είναι αυτοί που πλήττονται περισσότερο από την ανεργία.

που γίνεται αποδέκτης

(des mesures, des effets, des attaques)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υφίσταμαι

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le footballeur a dû abandonner la partie après avoir subi une blessure.
Ο ποδοσφαιριστής έπρεπε να εγκαταλείψει τον αγώνα έπειτα από τον τραυματισμό που υπέστη.

υφίσταμαι

verbe transitif (une perte,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'entreprise a subi des pertes ce trimestre.

ζω

(une expérience)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a vécu le pire moment de sa vie dans cette prison.
Έζησε τις χειρότερες στιγμές της ζωής της σε εκείνη φυλακή.

αντέχω, υπομένω

(souffrance, reproches)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Veronica a supporté la torture courageusement.

επηρεάζομαι στο μεγαλύτερο βαθμό από κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce secteur a été le plus touché par la crise.

χάνω πολλά χρήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποδέχομαι τις συνέπειες

locution verbale (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σημειώνω απώλειες

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ma société a subi des pertes l'année dernière, et a dû licencier trois employés.

πληρώνω τις συνέπειες, πληρώνω το κόστος, πληρώνω το τίμημα

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le juge a dit à l'accusé qu'il allait devoir subir les conséquences de son crime.

υπομένω τις συνέπειες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si tu décides de mentir maintenant, tu en paieras les conséquences (or: tu en subiras les conséquences) plus tard.

υποβάλλομαι σε κάποια αλλαγή, αλλάζω, μεταμορφώνομαι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίρνω την ευθύνη, αναλαμβάνω την ευθύνη

locution verbale (figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταλλάσσομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξετάζω κπ κατ' αντιπαράσταση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποφέρω από απώλεια

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λογοδοτώ για κτ

locution verbale

Il a commis un crime et il devra en subir les conséquences.
Διέπραξε ένα έγκλημα και θα αναγκαστεί να λογοδοτήσει γι' αυτό.

υφίσταμαι τις συνέπειες

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έλκομαι

(Physique)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les pôles positifs et négatifs des aimants sont toujours attirés les uns par les autres.

πασάρω, πλασάρω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le très mauvais auteur imposait ses horribles écrits au public sans méfiance.
Ο φρικτός συγγραφέας πάσαρε τα απαίσια γραπτά του στο ανυποψίαστο κοινό.

εν μέσω

(soutenu) (μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

το πληρώνω

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ne le faites pas ! Vous risquez d'en subir les conséquences.
Μην το κάνεις! Θα το πληρώσεις αν το κάνεις!

υπερφορτίζομαι

locution verbale (Électricité)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les circuits subirent une surcharge qui causa une panne d'électricité.

παθαίνω καρδιακή ανακοπή

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του subir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.