Τι σημαίνει το submeter στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης submeter στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του submeter στο πορτογαλικά.

Η λέξη submeter στο πορτογαλικά σημαίνει προτείνω, υποβάλλω κπ σε κτ, υποβάλλω, υποβάλλω, παραπέμπω, παραδίνομαι, το χωνεύω, υποτάσσομαι, υποβάλλομαι σε κτ, έχω να δώσω λόγο σε κπ, υποχωρώ, ρίχνω, τουμπάρω, ρίχνω, δείχνω ταπεινότητα/σεβασμό, αποδέχομαι, φλερτάρω με κτ, διαχειρίζομαι, κάνω βιολογικό προσδιορισμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης submeter

προτείνω

verbo transitivo (propor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Submeti uma ideia ao meu chefe para sua consideração.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Εγώ σας έχω υποβάλει τις προτάσεις μου και αναμένω τις δικές σας ενέργειες.

υποβάλλω κπ σε κτ

verbo transitivo (fazer alguém passar por)

A polícia submeteu o suspeito a um intenso interrogatório.
Η αστυνομία υπέβαλε τον ύποπτο σε σκληρή ανάκριση.

υποβάλλω

(πχ αίτηση, αναφορά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποβάλλω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Υπέβαλα αίτηση για αυτή τη δουλειά.

παραπέμπω

verbo transitivo (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta questão agora deve ser submetida ao comitê de moradia do conselho para consideração final.
Αυτό το ζήτημα θα πρέπει να παραπεμφθεί προς τελική εξέταση στο συμβούλιο της επιτροπής στέγασης.

παραδίνομαι

verbo pronominal/reflexivo (σε κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Richard aceitou que o que havia feito foi errado e submeteu-se a punição sem reclamação.
Ο Ρίτσαρντ παραδέχτηκε ότι ήταν λάθος αυτό που έκανε και υποτάχθηκε (or: παραδόθηκε) στην τιμωρία του χωρίς παράπονο.

το χωνεύω

(aceitar, resignar-se) (μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποτάσσομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υποβάλλομαι σε κτ

verbo transitivo (cirurgia, exames) (εγχείρηση, εξετάσεις)

Ele vai submeter-se a uma cirurgia de coração na quarta-feira.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το νέο μοντέλο της εταιρείας δεν υπέστη μεγάλες μηχανικές αλλαγές.

έχω να δώσω λόγο σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποχωρώ

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depois de uma greve prolongada, o governo finalmente cedeu e concordou com todas as exigências do sindicato.
Στη συνέχεια μιας παρατεταμένης απεργίας, η κυβέρνηση τελικά υποχώρησε και συμφώνησε σε όλα τα αιτήματα των συνδικάτων.

ρίχνω

(μτφ, καθομ: ιδέα σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vou submeter a ideia ao meu chefe e te dou um retorno.

τουμπάρω, ρίχνω

(ανεπ: κάνω κπ να υποχωρήσει)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν μπορείς να περιμένεις ότι πάντα θα υποκύπτω για χάρη σου.

δείχνω ταπεινότητα/σεβασμό

verbo pronominal/reflexivo (mostrar humildade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποδέχομαι

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φλερτάρω με κτ

(figurado, irônico) (μεταφορικά: ρισκάρω)

O governo flertava com o desastre, não se preparando para furacões.
Η κυβέρνηση φλέρταρε με την καταστροφή, καθώς δεν είχε λάβει μέτρα προστασίας ενάντια στους τυφώνες.

διαχειρίζομαι

expressão verbal (lidar sistematicamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os imigrantes foram submetidos a procedimentos no aeroporto.

κάνω βιολογικό προσδιορισμό

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του submeter στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.