Τι σημαίνει το substituir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης substituir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του substituir στο πορτογαλικά.

Η λέξη substituir στο πορτογαλικά σημαίνει αντικαθιστώ, είμαι ο αντικαταστάτης, η αντικαταστάτρια, αναπληρώνω για κπ, αντικαθιστώ, υποκαθιστώ, αναπληρώνω, αντικαθιστώ/αναπληρώνω προσωρινά, αντικαθιστώ, αναπληρώνω, αντικαθιστώ, αντικαθιστώ, αντικαθιστώ, αντικαθιστώ, αντικαθιστώ, υποκαθιστώ, αποϋλοποιώ, αντικαθιστώ, κάνω αναπληρώσεις, παρέχω, απαλλάσσω κπ από κτ, αποδεσμεύω κπ από κτ, υποκαθιστώ, ενεργώ εκ μέρους, αντικαθιστώ, αντικαθιστώ, αντικαθιστώ, αντικαθιστώ, παίρνω την θέση, αλλάζω, αλλάζω, αντικαθιστώ κτ με κτ, αντικαθιστώ κτ με κτ, αλλάζω το τακούνι σε κτ, βάζω άλλο τακούνι σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης substituir

αντικαθιστώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nessa reunião, o senhor Jones vai substituir o senhor Smith que está doente hoje.
Σε αυτή τη σύσκεψη ο κύριος Τζόουνς θα πάρει τη θέση του κυρίου Σμιθ, ο οποίος απουσιάζει σήμερα λόγω ασθένειας.

είμαι ο αντικαταστάτης, η αντικαταστάτρια

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sua professora titular está doente hoje, então o senhor Wiseman vai substituí-la.

αναπληρώνω για κπ

(como professor)

Senhora Black substituiu nossa professora de ciências hoje.

αντικαθιστώ, υποκαθιστώ, αναπληρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Συχνά αντικαθιστώ τον καθηγητή αγγλικών στο δημόσιο σχολείο.

αντικαθιστώ/αναπληρώνω προσωρινά

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda está substituindo enquanto a secretária de normal está doente.
Η Λίντα αναπληρώνει προσωρινά την κανονική γραμματέα για όσο είναι άρρωστη.

αντικαθιστώ, αναπληρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντικαθιστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A professora de vocês teve uma emergência, por isso vou substituí-la nesta aula.
Στην καθηγήτριά σας προέκυψε κάτι έκτακτο. Γι' αυτό, λοιπόν, θα την αντικαταστήσω εγώ.

αντικαθιστώ

(substituir algo por outra coisa) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Finalmente substituí minha velha máquina de escrever por um computador.
Επιτέλους αντικατέστησα την παλιά μου γραφομηχανή με έναν υπολογιστή.

αντικαθιστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John teve uma emergência, mas eu o substituí.
Του Τζον του έτυχε κάτι επείγον και τον αντικαθιστώ εγώ.

αντικαθιστώ

verbo transitivo (κπ στη θέση κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joyce substituiu Carl como diretora financeira.
Η Τζόις αντικατέστησε τον Καρλ στη θέση του διευθυντή οικονομικών.

αντικαθιστώ, υποκαθιστώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποϋλοποιώ

verbo transitivo (por versão eletrônica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντικαθιστώ

verbo transitivo (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu estou substituindo meu chefe na reunião do conselho na próxima semana.
Θα αντικαταστήσω το αφεντικό μου στη συνεδρίαση του συμβουλίου την επόμενη βδομάδα.

κάνω αναπληρώσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Não trabalho em tempo integral, mas substituo durante o período de férias.

παρέχω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando a equipe permanente está de férias, eles a substituem por professores substitutos.

απαλλάσσω κπ από κτ, αποδεσμεύω κπ από κτ

(ευφημισμός)

O vice-presidente da empresa foi substituído.

υποκαθιστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tentando explicar o acidente para os seus amigos no bar, Gavin usou o copo de cerveja para representar o carro e o porta-copos para representar o pedestre.
Στο μπαρ, ο Γκάβιν προσπάθησε να εξηγήσει στους φίλους του το ατύχημα. Χρησιμοποίησε, λοιπόν, το ποτήρι της μπίρας, για να υποκαταστήσει το αυτοκίνητο και το σουβέρ για να υποκαταστήσει τον πεζό.

ενεργώ εκ μέρους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Terei que agir em nome do meu irmão ausente.

αντικαθιστώ

(figurado, trabalho)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os trabalhadores do turno noturno chegaram para revezar com a Mônica e seus colegas.

αντικαθιστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντικαθιστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αντικαθιστώ, παίρνω την θέση

(substituir, ser um substituto de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αλλάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Essa TV está com defeito, quero trocá-la.
Αυτή η τηλεόραση είναι ελαττωματική. Θέλω να την αλλάξω.

αλλάζω

verbo transitivo (aliviar) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O novo grupo vai substituir os outros trabalhadores.
Το καινούριο συνεργείο θα αλλάξει τους άλλους εργάτες.

αντικαθιστώ κτ με κτ

Alice substituiu farinha de trigo por farinha branca quando ela fez os biscoitos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η Άλις χρησιμοποίησε σιτάλευρο αντί για άσπρο αλεύρι όταν έφτιαξε τα μπισκότα.

αντικαθιστώ κτ με κτ

Alice substituiu a farinha especificada na receita por farinha de trigo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η Άλις αντικατέστησε το άσπρο αλεύρι που ανέφερε η συνταγή με σιτάλευρο.

αλλάζω το τακούνι σε κτ, βάζω άλλο τακούνι σε κτ

expressão verbal (sapato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του substituir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.