Τι σημαίνει το surgir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης surgir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του surgir στο πορτογαλικά.

Η λέξη surgir στο πορτογαλικά σημαίνει δημιουργούμαι, προκύπτω, παρουσιάζομαι, ξεπηδώ, ξεπροβάλλω, σημειώνω πρόοδο, προκύπτω, συμβαίνω, βγαίνω, εμφανίζομαι, προκύπτω από κτ, προκύπτω, προκύπτω, παρουσιάζομαι, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, προβάλλω, αυξάνομαι απότομα, εμφανίζομαι, μπαίνω, μου έρχεται, μου 'ρχεται, προκύπτω, εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα, βγαίνω, εμφανίζομαι, δημιουργούμαι, ξεπετάγομαι, πετάγομαι, ορθώνομαι απειλητικά, εμφανίζομαι, κινούμαι ήσυχα/κρυφά προς, πετάγομαι από κτ, γεννιέμαι, φυτρώνω, εξανθώ, μπαίνω αθόρυβα, ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι, βγαίνω, -, προέρχομαι, φαίνεται το κεφάλι, βγαίνει το κεφάλι, εμφανίζομαι, φαίνομαι, ξεπετάγομαι, εμφανίζομαι από το πουθενά, ανατολή, ανατέλλω, προκύπτω, εμφανίζομαι, ανακύπτω, προέρχομαι από κτ, πετάγομαι από κτ, προκύπτω από κτ, προέρχομαι από κτ, τρυπώνω, βρίσκω, γεννιέμαι από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης surgir

δημιουργούμαι, προκύπτω, παρουσιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não antecipamos que surja algum problema.
Δεν περιμένουμε να δημιουργηθούν προβλήματα.

ξεπηδώ, ξεπροβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σημειώνω πρόοδο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A empresa teve sucesso em surgir com novas ideias.
Η εταιρεία κατάφερε να σημειώσει πρόοδο με αυτές τις νέες ιδέες.

προκύπτω, συμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A ideia de Dave de começar seu próprio negócio surgiu após ele perder o emprego.
Η ιδέα του Ντέιβ να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση προέκυψε αφότου έχασε τη δουλειά του.

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Surja das sombras e venha para a luz onde eu possa vê-lo.
Βγες από τις σκιές και στάσου εδώ στο φως όπου μπορώ να σε δω.

εμφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προκύπτω από κτ

verbo transitivo

Várias complicações surgiram da cirurgia.
Από την εγχείρηση προέκυψαν αρκετές επιπλοκές.

προκύπτω

(emergir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ποτέ δεν ξέρεις τι θα προκύψει όταν μιλάς στον τρελο-Φρεντ.

προκύπτω, παρουσιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, προβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As nuvens abriram e o sol surgiu.
Έφυγαν τα σύννεφα και βγήκε ο ήλιος.

αυξάνομαι απότομα

(aumentar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εμφανίζομαι, μπαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu tinha 30 quando Jason surgiu e mudou minha vida para sempre.
Ήμουν 30 χρονών, όταν εμφανίστηκε στη ζωή μου ο Τζέισον και την άλλαξε μια για πάντα.

μου έρχεται, μου 'ρχεται

(figurado) (σκέψη, ιδέα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προκύπτω, εμφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O julgamento precisou ser interrompido quando surgiram as novas provas.
Η δίκη έπρεπε να διακοπεί όταν στοιχεία βγήκαν στο φως νέα αποδεικτικά.

εμφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os Beatles surgiram no cenário musical nos anos 60.

εμφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εμφανίζομαι

(ξαφνικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O senador sabia que as perguntas sobre a campanha surgiriam.
Ο γερουσιαστής ήξερε ότι θα προέκυπταν ερωτήσεις για την εκστρατεία του.

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sentamos na praia e vimos o sol surgir sobre a água.
Καθίσαμε στην παραλία και παρακολουθήσαμε τον ήλιο να βγαίνει από το νερό.

εμφανίζομαι

(ocorrer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A peste negra surgiu na Inglaterra em 1348.

δημιουργούμαι

(vir à existência)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As Nações Unidas surgiram como resultado do desejo por estabilidade global.

ξεπετάγομαι, πετάγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Várias lojas de segunda mão de repente começaram a aparecer na minha cidade.
Πολλά μαγαζιά με μεταχειρισμένα έχουν ξαφνικά αρχίσει να ξεπετάγονται στην πόλη μου.

ορθώνομαι απειλητικά

(informal)

εμφανίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
De repente, dois ônibus apareceram ao mesmo tempo.
Ξαφνικά, κατέφτασαν δύο λεωφορεία την ίδια στιγμή.

κινούμαι ήσυχα/κρυφά προς

(mover-se quietamente até alguém ou algo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πετάγομαι από κτ

(καθομιλουμένη)

Ele saltou de trás da parede, surpreendendo todos que estavam encostados nela.
Εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω από τον τοίχο ξαφνιάζοντας όσους έγερναν πάνω του.

γεννιέμαι, φυτρώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Uma ideia começou a brotar na mente de Lacey.
Η ιδέα άρχισε να γεννιέται στο μυαλό της Λέισι.

εξανθώ

(erupção cutânea) (εξάνθημα, επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μπαίνω αθόρυβα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Περίμενε μέχρι να μην κοιτάει κανείς, μετά μπήκε αθόρυβα από την πίσω πόρτα. Οι διαρρήκτες μπήκαν και βγήκαν αθόρυβα στο σπίτι χωρίς να ξυπνήσουν τους ιδιοκτήτες.

ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι

(figurado) (καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Novas casas parecem brotar em todo lugar hoje em dia.
Απ' ό,τι φαίνεται, νέα σπίτια ξεπετάγονταν παντού εκείνο τον καιρό.

βγαίνω

(dermatite)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Βγήκε ένα εξάνθημα στο λαιμό του

προέρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O projeto todo se originou de uma conversa que tive com uma vizinha.

φαίνεται το κεφάλι, βγαίνει το κεφάλι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμφανίζομαι, φαίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por fim, eles apareceram na extremidade da praia.
Τελικά, εμφανίστηκαν (or: φάνηκαν) στην άλλη άκρη της παραλίας.

ξεπετάγομαι, εμφανίζομαι από το πουθενά

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tara Lipinski irrompeu (or: surgiu) no mundo da ginástica como uma garota cheia de energia com quinze anos.

ανατολή

substantivo masculino (sol, lua)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανατέλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προκύπτω

(από, λόγω, εξαιτίας κλπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Muitos problemas surgiram desta decisão.

εμφανίζομαι, ανακύπτω

(informal: aparecer de repente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os problemas começaram a aparecer quando instalamos o novo software.
Όταν εγκαταστήσαμε το νέο λογισμικό άρχισαν να εμφανίζονται (or: να ανακύπτουν) προβλήματα.

προέρχομαι από κτ

Η ιδέα προέκυψε από συζητήσεις μεταξύ κορυφαίων οργανισμών του περιβαλλοντολογικού κλάδου.

πετάγομαι από κτ

προκύπτω από κτ, προέρχομαι από κτ

Estes problemas se originam do ataque terrorista alguns anos atrás.
Αυτά τα προβλήματα προέρχονται (or: απορρέουν) από την τρομοκρατική επίθεση που έγινε πριν μερικά χρόνια.

τρυπώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No começo, ela nunca imaginara que ele pudesse ser infiel, mas as dúvidas começaram a surgir aos poucos.

βρίσκω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Embora tenha sido superado em todos os sentidos, o time ainda conseguiu fazer surgir gols suficientes para vencer a partida.
Αν και οι αντίπαλοι υπερείχαν από κάθε άποψη, η ομάδα κατάφερε παρ' όλα αυτά να πετύχει ως δια μαγείας αρκετά γκολ για να κερδίσει το παιχνίδι.

γεννιέμαι από κτ

(μεταφορικά)

Muitos livros e filmes surgiram da ideia da estória original dele.
Πάρα πολλά βιβλία και ταινίες έχουν προκύψει από την αρχική ιδέα της ιστορίας του.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του surgir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.