Τι σημαίνει το talk to στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης talk to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του talk to στο Αγγλικά.

Η λέξη talk to στο Αγγλικά σημαίνει μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ, μιλάω με κπ, μιλάω, μιλάω, ομιλία, συζήτηση, συζήτηση, ομιλία, κουτσομπολιό, λόγια, συζήτηση, διαπραγμάτευση, μιλάω, κουτσομπολεύω, μιλάω, μιλάω, μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ, παραμιλάω, παραμιλώ, πείθω, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω όλο τον, αντιμιλώ, μιλάω πατροναριστικά σε κπ, μιλώ υποτιμητικά για κτ, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, λύνω κτ μέσω της συζήτησης, μιλώ πιο δυνατά από κάποιον άλλο, συζητώ, κουβεντιάζω, λέω, καθοδηγώ κπ σε κτ, μιλώ πιο δυνατά, εκθειάζω, συζητώ, μιλώ πολύ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης talk to

μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ

(speak to, address)

She talks to her pets even though they can't respond.

μιλάω με κπ

(discuss [sth] with)

Can I talk with you a minute? I'll talk with my associates and get back to you.

μιλάω

(discuss) (για κάποιν/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We talked about the film we had just seen.
Μιλήσαμε για την ταινία που είχαμε μόλις δει.

μιλάω

intransitive verb (speak to one another)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm glad I bumped into you; can we talk?
Χαίρομαι που σε συνάντησα. Μπορούμε να μιλήσουμε;

ομιλία

noun (lecture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The talk concerned global warming.
Η ομιλία αφορούσε τη θέρμανση του πλανήτη.

συζήτηση

noun (conversation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Their talk was about politics.
Η κουβέντα τους είχε θέμα την πολιτική.

συζήτηση

noun (topic of conversation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The political talk didn't interest me much, so I went outside.
Η πολιτική συζήτηση δε με ενδιέφερε πολύ, γιαυτό βγήκα έξω.

ομιλία

noun (way of speaking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her talk made it obvious that she was from New York.

κουτσομπολιό

noun (gossip)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is too much talk in this town; people should mind their own business.

λόγια

noun (not action)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He is all talk and no action; don't expect that it will ever happen.

συζήτηση, διαπραγμάτευση

plural noun (negotiations)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The talks to end the war continued.

μιλάω

intransitive verb (informal (reveal secrets)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After four hours of interrogation, the witness finally talked.

κουτσομπολεύω

intransitive verb (gossip)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The old ladies love to talk. I would ignore them if I were you.

μιλάω

intransitive verb (give a lecture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The ambassador is going to talk at the university tonight.

μιλάω

intransitive verb (have power) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You know that money talks, don't you?

μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ

intransitive verb (address issue with [sb])

Vinnie's been giving you a hard time? Don't worry; I'll talk to him.

παραμιλάω, παραμιλώ

phrasal verb, intransitive (speak during sleep)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πείθω

phrasal verb, transitive, separable (persuade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I didn't really feel like going out, but my friends talked me round.

μιλάω ακατάπαυστα

phrasal verb, intransitive (talk nonstop)

μιλάω όλο τον

phrasal verb, transitive, separable (spend hours, day, night, etc. talking)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιμιλώ

phrasal verb, intransitive (respond, retort)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't talk back to your parents!
Μην αντιμιλάς στους γονείς σου!

μιλάω πατροναριστικά σε κπ

(figurative (speak condescendingly to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I hate it when my teacher talks down to me.

μιλώ υποτιμητικά για κτ

phrasal verb, transitive, separable (UK, figurative (speak disparagingly of)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The politician spends a lot of time talking down his rival's policies, but not much talking about his own.
Ο πολιτικός αφιερώνει πολύ χρόνο στο να μιλάει υποτιμητικά για την πολιτική του αντιπάλου του, αλλά όχι αρκετό στο να μιλάει για τη δική του.

συζητώ, κουβεντιάζω, λέω

phrasal verb, transitive, inseparable (discuss possibility of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They talk of invading that country.

συζητώ, κουβεντιάζω, λέω

phrasal verb, transitive, inseparable (speak about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συζητώ, κουβεντιάζω, λέω

phrasal verb, transitive, inseparable (speak publicly about)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm going to talk on American literature next Thursday. The president introduced the first speaker, who was going to talk on price rises.
Θα πω για την Αμερικάνικη λογοτεχνία την επόμενη Πέμπτη. Ο πρόεδρος εισήγαγε τον πρώτο ομιλητή, ο οποίος θα συζητούσε για τις αυξήσεις στις τιμές.

λύνω κτ μέσω της συζήτησης

phrasal verb, transitive, separable (resolve through discussion)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jen and her husband are seeing a counsellor to try and talk out their differences.

μιλώ πιο δυνατά από κάποιον άλλο

phrasal verb, transitive, inseparable (speak more loudly than)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I hate it when people talk over me at meetings. Quit trying to talk over me.

συζητώ, κουβεντιάζω, λέω

phrasal verb, transitive, separable (discuss)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's talk over your college plans.
Ας κουβεντιάσουμε για τα σχέδιά σου για το πανεπιστήμιο.

καθοδηγώ κπ σε κτ

phrasal verb, transitive, separable (guide through: a procedure, etc.)

μιλώ πιο δυνατά

phrasal verb, intransitive (informal (speak more loudly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκθειάζω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (promote)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συζητώ

(converse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μιλώ πολύ

verbal expression (speak excessively)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She talks too much … and most of what she says is rubbish.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του talk to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.