Τι σημαίνει το talking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης talking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του talking στο Αγγλικά.

Η λέξη talking στο Αγγλικά σημαίνει ομιλία, που μιλάει, που μιλάει, μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ, μιλάω με κπ, μιλάω, μιλάω, ομιλία, συζήτηση, συζήτηση, ομιλία, κουτσομπολιό, λόγια, συζήτηση, διαπραγμάτευση, μιλάω, κουτσομπολεύω, μιλάω, μιλάω, μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ, σα να μιλάω σε τοίχο, μιλάω εγώ, που προσπαθεί να παραπλανήσει, τα λέω ένα χεράκι σε κπ, κολακευτικός, κοντινό πλάνο του ομιλητή, θέμα προς συζήτηση, θέμα προς συζήτηση, χώρος συζητήσεων, επίπληξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης talking

ομιλία

noun (activity: speaking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sound of talking could be heard from outside the classroom.
Ο ήχος από ομιλίες ακουγόταν έξω από την τάξη.

που μιλάει

adjective (who speaks, that speaks)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The man talking paused for a moment to take a sip of water.
Ο άντρας που μιλούσε σταμάτησε για μια στιγμή για να πιει μια γουλιά νερό.

που μιλάει

adjective (that can speak)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
People came from miles around to see the talking dog.
Άνθρωποι έρχονται από μίλια μακριά για να δουν τον σκύλο που μιλάει.

μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ

(speak to, address)

She talks to her pets even though they can't respond.

μιλάω με κπ

(discuss [sth] with)

Can I talk with you a minute? I'll talk with my associates and get back to you.

μιλάω

(discuss) (για κάποιν/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We talked about the film we had just seen.
Μιλήσαμε για την ταινία που είχαμε μόλις δει.

μιλάω

intransitive verb (speak to one another)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm glad I bumped into you; can we talk?
Χαίρομαι που σε συνάντησα. Μπορούμε να μιλήσουμε;

ομιλία

noun (lecture)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The talk concerned global warming.
Η ομιλία αφορούσε τη θέρμανση του πλανήτη.

συζήτηση

noun (conversation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Their talk was about politics.
Η κουβέντα τους είχε θέμα την πολιτική.

συζήτηση

noun (topic of conversation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The political talk didn't interest me much, so I went outside.
Η πολιτική συζήτηση δε με ενδιέφερε πολύ, γιαυτό βγήκα έξω.

ομιλία

noun (way of speaking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her talk made it obvious that she was from New York.

κουτσομπολιό

noun (gossip)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is too much talk in this town; people should mind their own business.

λόγια

noun (not action)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He is all talk and no action; don't expect that it will ever happen.

συζήτηση, διαπραγμάτευση

plural noun (negotiations)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The talks to end the war continued.

μιλάω

intransitive verb (informal (reveal secrets)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After four hours of interrogation, the witness finally talked.

κουτσομπολεύω

intransitive verb (gossip)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The old ladies love to talk. I would ignore them if I were you.

μιλάω

intransitive verb (give a lecture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The ambassador is going to talk at the university tonight.

μιλάω

intransitive verb (have power) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You know that money talks, don't you?

μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ

intransitive verb (address issue with [sb])

Vinnie's been giving you a hard time? Don't worry; I'll talk to him.

σα να μιλάω σε τοίχο

verbal expression (figurative, informal (not be listened to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Talking to Esther is like talking to a brick wall; neither one will listen!

μιλάω εγώ

verbal expression (informal (be the only one to speak)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll do all the talking when we negotiate the price.
Όταν διαπραγματευτούμε την τιμή, το πουρπαρλέ θα το κάνω εγώ.

που προσπαθεί να παραπλανήσει

adjective (talks facilely to persuade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα λέω ένα χεράκι σε κπ

verbal expression (informal (reprimand, scold [sb]) (καθομιλουμένη)

κολακευτικός

adjective (using flattery)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοντινό πλάνο του ομιλητή

noun (TV: closeup of [sb] talking)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θέμα προς συζήτηση

noun (subject for discussion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Their behaviour quickly became a talking point in the village.

θέμα προς συζήτηση

noun (argument to be stressed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χώρος συζητήσεων

noun (discussion forum)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

επίπληξη

noun (informal (scolding, reprimand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του talking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του talking

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.