Τι σημαίνει το taxa στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης taxa στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του taxa στο πορτογαλικά.

Η λέξη taxa στο πορτογαλικά σημαίνει δείκτης, φόρος, τέλος, είσοδος, έμμεση εσωτερική φορολογία, χρέωση, κουβέρ, φιλοδώρημα, εισιτήριο, γραμματόσημο, επίσημο, τραπεζικό επιτόκιο, είσοδος, ρυθμός ανάπτυξης, βασικό επιτόκιο, ετήσιο ποσοστό, αρχικό κόστος, δείκτης γεννητικότητας, έκπτωση, σταθερό επιτόκιο, επιτόκιο, δείκτης θνησιμότητας, ελάχιστη χρέωση, συμβολική αμοιβή, σταθερό επιτόκιο, ποσοστό επιβίωσης, ποσοστό ανεργίας, ποσοστό εγκληματικότητας, ποσοστό θνησιμότητας, ισοτιμία, κόστος διαχείρισης, ποσοστό αλφαβητισμού, συνδρομή μέλους, διοικητικό τέλος, προμήθεια ρύθμισης, προμήθεια διεκπεραίωσης, επιβάρυνση, φόρος διοξειδίου του άνθρακα, φορολογία εισοδήματος εταιρειών, επίπεδο εγκληματικότητας, ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, μεταφορικά, απαλλαγή από τέλη, τέλος κατάθεσης, χρηματοδοτική δαπάνη, χρηματοδοτική επιβάρυνση, σταθερή ισοτιμία, κυμαινόμενο επιτόκιο, δείκτης χρηματοδότησης, δείκτης πιστωτικής κάλυψης, φόρος δωρεάς, ποσοστό πληθωρισμού, τέλος επεξεργασίας, καθορισμός ανώτατου ορίου τιμής, ποσοστό επίτευξης, πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, κόστος υπηρεσίας, έξοδα αποστολής, έξοδα αποστολής, έξοδα αποστολής, έξοδα αποστολής, ποσοστό απόδοσης, ελάχιστη ποσοστιαία απόδοση, όχημα με πολλούς επιβάτες, λόγος κινδύνου, διεκπεραιωτική ικανότητα, δίδακτρα, χρέωση για στοιβασία, βασικός μισθός, έξοδα αποστολής, έξοδα αποστολής, έξοδα αποστολής, βασικό επιτόκιο, πρόσθετη χρέωση, απόδοση στη λήξη, φόρος, χαμένη πελατεία, κόστος μεταφοράς με φορτηγίδα, χρέωση για αποθήκευση σε δεξαμενή, επιτόκιο ενυπόθηκου δανείου, συντελεστής πληρότητας, προμήθεια, τόκος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης taxa

δείκτης

substantivo feminino (medida, relação)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A taxa de nascimento cresce constantemente.
Ο δείκτης γεννητικότητας αυξάνει συνεχώς.

φόρος

(arrecadação) (τέλος, επιβολή φόρου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O governo precisa aumentar as taxas.
Η κυβέρνηση πρέπει να αυξήσει τους φόρους.

τέλος

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Há uma taxa para tirar sua carteira de motorista.
Για να βγάλεις άδεια οδήγησης, πρέπει να πληρώσεις κάποιο τέλος.

είσοδος

substantivo feminino (μεταφορικά: κόστος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Há uma taxa de dez dólares para entrar no clube.

έμμεση εσωτερική φορολογία

(οικονομία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Importadores são obrigados a pagar um imposto de 3%.

χρέωση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A locadora tem uma cobrança por devoluções atrasadas.
Το βίντεο κλαμπ έχει χρέωση για τις καθυστερημένες επιστροφές.

κουβέρ, φιλοδώρημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εισιτήριο

(για να μπεις κάπου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A entrada no zoológico é barata.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η ετήσια συνδρομή στον σύλλογο ορειβασίας είναι πενήντα ευρώ.

γραμματόσημο

(BRA)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επίσημο, τραπεζικό επιτόκιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

είσοδος

(κόστος εισόδου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρυθμός ανάπτυξης

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βασικό επιτόκιο

ετήσιο ποσοστό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αρχικό κόστος

(custo inicial)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δείκτης γεννητικότητας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

έκπτωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Έχω έκπτωση σε αυτό το κατάστημα, γιατί διευθυντής είναι ο άντρας μου.

σταθερό επιτόκιο

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επιτόκιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quando as taxas de juros estão altas, os poupadores ganham um retorno maior em seus investimentos. Estou procurando um cartão de crédito com as menores taxas de juros.
Όταν τα επιτόκια είναι υψηλά, οι αποταμιευτές έχουν καλύτερες αποδόσεις για τις επενδύσεις τους. Ψάχνω μια πιστωτική κάρτα με χαμηλότερο επιτόκιο.

δείκτης θνησιμότητας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελάχιστη χρέωση

Se você comprar o aspirador, também poderá obter um conjunto de acessórios por uma taxa nominal.

συμβολική αμοιβή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σταθερό επιτόκιο

(juros menos inflação)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ποσοστό επιβίωσης

substantivo feminino (percentual de pessoas que sobrevive)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ποσοστό ανεργίας

(porcentagem da população sem emprego)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ποσοστό εγκληματικότητας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ποσοστό θνησιμότητας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ισοτιμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A taxa de câmbio atual torna caro para os americanos viajarem para a Europa.
Η τρέχουσα ισοτιμία καθιστά ακριβά τα ταξίδια στην Ευρώπη για τους Αμερικανούς.

κόστος διαχείρισης

(quantidade gasta para processar algo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ποσοστό αλφαβητισμού

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η Κούβα έχει το υψηλότερο ποσοστό αλφαβητισμού στο δυτικό ημισφαίριο. Το ποσοστό αλφαβητισμού στην Ιρλανδία είναι υψηλό.

συνδρομή μέλους

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διοικητικό τέλος

προμήθεια ρύθμισης, προμήθεια διεκπεραίωσης

(taxa cobrada por credor hipotecário) (έξοδα υποθήκης)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επιβάρυνση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φόρος διοξειδίου του άνθρακα

(taxa ambiental sobre combustíveis fósseis)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

φορολογία εισοδήματος εταιρειών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επίπεδο εγκληματικότητας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων

(finanças)

μεταφορικά

απαλλαγή από τέλη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τέλος κατάθεσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χρηματοδοτική δαπάνη, χρηματοδοτική επιβάρυνση

σταθερή ισοτιμία

(finanças)

κυμαινόμενο επιτόκιο

δείκτης χρηματοδότησης, δείκτης πιστωτικής κάλυψης

(finanças: razão dos ativos e passivos: pensões) (χρηματοοικονομικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φόρος δωρεάς

(transferência de propriedade abaixo do preço)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ποσοστό πληθωρισμού

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τέλος επεξεργασίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καθορισμός ανώτατου ορίου τιμής

(determinar preço máximo para algo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ποσοστό επίτευξης

(percentagem de algo sendo atingida)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία

(valor de uma moeda em relação à outra)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κόστος υπηρεσίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έξοδα αποστολής

substantivo feminino (taxa de entrega marítima)

έξοδα αποστολής

έξοδα αποστολής

substantivo feminino

έξοδα αποστολής

ποσοστό απόδοσης

(χρηματοοικονομικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ελάχιστη ποσοστιαία απόδοση

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

όχημα με πολλούς επιβάτες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λόγος κινδύνου

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

διεκπεραιωτική ικανότητα

(informática: dum sistema)

Este computador tem uma taxa de transferência muito alta.
Αυτός ο υπολογιστής έχει πολύ μεγάλη διεκπεραιωτική ικανότητα.

δίδακτρα

(BRA)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Muitos alunos lutam para pagar suas taxas escolares.
Πολλοί φοιτητές πασχίζουν να πληρώσουν τα δίδακτρά τους.

χρέωση για στοιβασία

(navio)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βασικός μισθός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έξοδα αποστολής

substantivo feminino

έξοδα αποστολής

έξοδα αποστολής

βασικό επιτόκιο

πρόσθετη χρέωση

απόδοση στη λήξη

(finanças)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φόρος

(imposto sobre vendas) (κατανάλωσης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Há alguma taxa de venda sobre a comida?

χαμένη πελατεία

(anglicismo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόστος μεταφοράς με φορτηγίδα

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρέωση για αποθήκευση σε δεξαμενή

expressão

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επιτόκιο ενυπόθηκου δανείου

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συντελεστής πληρότητας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

προμήθεια

(για τον πράκτορα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τόκος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του taxa στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.