Τι σημαίνει το trage στο Ρουμάνος;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trage στο Ρουμάνος; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trage στο Ρουμάνος.

Η λέξη trage στο Ρουμάνος σημαίνει κωδονοκρούστης, καμπανοκρούστης, καιροσκόπος, ηδονοβλεψίας, ανάσα, ωτακουστής, αυτός που παίρνει έναν υπνάκο, χασομέρης, άνωση, που ρίχνει καλές βολές, άτομο που ασκεί παρασκηνιακά την εξουσία, λουφάρω, κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο, εξαπατώ, ξεγελώ, κοροϊδεύω, παίρνω έναν υπνάκο, τραβάω το καζανάκι, δεν έχω όρεξη, ξελαχανιάζω, βγάζω συμπέρασμα, το ρίχνω στο ποτό, ξεγελάω, κοροϊδεύω, καθιστώ από κοινού υπεύθυνους, είμαι αποτελεσματικός, πληρώνω τις συνέπειες, πληρώνω το κόστος, πληρώνω το τίμημα, βγάζω τα φρύδια μου, κινώ τα νήματα, ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ, χρεώνομαι το φταίξιμο, ρίχνω μία μπουνιά, δίνω κλοτσιά σε κπ, ρίχνω κλοτσιά σε κπ, ρίχνω μια ματιά, κατάγομαι από κπ, φασώνομαι, γαμιέμαι, γελάω, γελώ, κλάνω, κρυφακούω, περπατάω αργά, πηγαίνω αργά, κάνω κοπάνα, χρονοτριβώ, γαμιέμαι, πηδιέμαι, καθυστερώ, χρονοτριβώ, κυνηγάω το δράκο, μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, ραδιουργώ, ρουθουνίζω, καθυστερώ, χρονοτριβώ, δεν ρίχνω αρκετά μακριά, πιέζομαι, αποκοιμιέμαι, πυροβολώ, υποχωρώ,οπισθοχωρώ, παραμένω, κατάγομαι, είμαι, πυροβολώ, φοράω, φορώ, ρίχνω μια κλεφτή ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, άντε και απαυτώσου, χαζεύω, χαζολογώ, χασομερώ, σαχλαμαρίζω, χαζεύω, χαζολογάω, χαζολογώ, χασομεράω, χασομερώ, σταματώ στην άκρη, κάνω στην άκρη, κάνω πίσω, μαλακίζομαι, πετάγομαι, τραβάω, τραβώ, εξαπατάω, εξαπατώ, χαστουκίζω, καταβροχθίζω, σουβλίζω, παλουκώνω, καρφώνω, σηκώνω απότομα, μπαλαμουτιάζω, δουλεύω, υπερισχύω σε οπλισμό, προδίδω, πυροβολώ, στοχεύω, σκοπεύω, τραβώ κάποιον στην άκρη, διοχετεύω, μεταγγίζω, φοράω βιαστικά, βάζω/ρίχνω πάνω μου, τραβάω, παρατείνω, παρκάρω, μιλώ κατ' ιδίαν, στρίβω, τραβάω, τραβώ, παίρνω κπ παράμερα, παίρνω κπ στην άκρη, τραβάω κπ στην άκρη, τραβώ πάνω, σηκώνω, κατεβάζω, χάνω τις ελπίδες μου, χάνω κάθε ελπίδα, ρίχνω το ηθικό, ρίχνω, κερδίζω, φέρνω,κουβαλάω, γαμάω, γαμώ, ανασηκώνω/ανυψώνω γρήγορα, κάνω πουστιά, τη φέρνω σε κπ, χωρίς κούμπωμα, παρακινητής, παρακινήτρια, βάζω κόκκινη γραμμή, έχω ως κόκκινη γραμμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trage

κωδονοκρούστης, καμπανοκρούστης

καιροσκόπος

ηδονοβλεψίας

ανάσα

(μεταφορικά: παίρνω μια)

S-a oprit să facă o pauză, apoi a început din nou să alerge.
Σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα και μετά ξανάρχισε το τρέξιμο.

ωτακουστής

αυτός που παίρνει έναν υπνάκο

χασομέρης

(καθομιλουμένη)

άνωση

που ρίχνει καλές βολές

(μεταφορικά)

άτομο που ασκεί παρασκηνιακά την εξουσία

λουφάρω

(αργκό)

κάνω κοπάνα, κάνω σκασιαρχείο

Μετανιώνω που έκανα κοπάνες στο σχολείο.

εξαπατώ, ξεγελώ, κοροϊδεύω

παίρνω έναν υπνάκο

ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Συχνά την πέφτω για λίγο μετά το μεσημεριανό.

τραβάω το καζανάκι

(la toaletă) (της τουαλέτας)

Σε παρακαλώ τράβα το καζανάκι μόλις χρησιμοποιήσεις την τουαλέτα.

δεν έχω όρεξη

(για κτ)

ξελαχανιάζω

βγάζω συμπέρασμα

το ρίχνω στο ποτό

(αργκό, μεταφορικά)

ξεγελάω, κοροϊδεύω

καθιστώ από κοινού υπεύθυνους

είμαι αποτελεσματικός

(μεταφορικά)

πληρώνω τις συνέπειες, πληρώνω το κόστος, πληρώνω το τίμημα

(μεταφορικά)

βγάζω τα φρύδια μου

κινώ τα νήματα

(μεταφορικά)

ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ

(καθομιλουμένη)

χρεώνομαι το φταίξιμο

(αργκό)

ρίχνω μία μπουνιά

δίνω κλοτσιά σε κπ, ρίχνω κλοτσιά σε κπ

ρίχνω μια ματιά

κατάγομαι από κπ

φασώνομαι

(figurat, vulgar) (αργκό)

γαμιέμαι

(foarte vulgar) (χυδαίο: με κάποιον)

Se auzea cum se futeau în camera de alături.
Έχουμε χρόνο να πηδηχτούμε πριν έρθουν;

γελάω, γελώ

A fost o seară veselă și toată lumea de la petrecere a râs.
Η βραδιά ήταν ευχάριστη και όλοι γελούσαν στο πάρτυ.

κλάνω

(vulgar) (καθομιλουμένη, άκομψο)

Jimmy a stânjenit-o pe mama sa atunci când s-a bășit fără să vrea în fața prietenilor ei.
Ο Τζίμυ ντρόπιασε τη μητέρα του όταν κατά λάθος έκλασε μπροστά στους φίλους της.

κρυφακούω

Δεν είχα την πρόθεση να στήσω αυτί, μιλούσαν όμως ακριβώς έξω απ' την πόρτα μου.

περπατάω αργά, πηγαίνω αργά

κάνω κοπάνα

(la școală) (καθομιλουμένη)

χρονοτριβώ

γαμιέμαι, πηδιέμαι

(αργκό, χυδαίο)

καθυστερώ, χρονοτριβώ

κυνηγάω το δράκο

(cocaină purificată) (μεταφορικά, αργκό)

μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, ραδιουργώ

ρουθουνίζω

καθυστερώ, χρονοτριβώ

δεν ρίχνω αρκετά μακριά

πιέζομαι

(μεταφορικά)

ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Πρέπει να ξέρεις πότε να συντηρείς την δύναμή σου και πότε να πιέζεσαι με όση ενέργεια έχεις.

αποκοιμιέμαι

Η ήρεμη μουσική και ο χαμηλός φωτισμός με έκαναν να αποκοιμηθώ κατά τη διάρκεια της ταινίας.

πυροβολώ

Tatăl lui Robert l-a învățat să tragă cu arma, când era copil.
Όταν ο Ρόμπερτ ήταν μικρό παιδί, ο πατέρας του του δίδαξε πώς να πυροβολεί (or: να ρίχνει).

υποχωρώ,οπισθοχωρώ

παραμένω

κατάγομαι, είμαι

Κατάγεται (or: Είναι) από την Ινδία. Κατάγεται (or: Είναι) από ένα πολύ φτωχό μέρος της χώρας.

πυροβολώ

φοράω, φορώ

(îmbrăcăminte)

ρίχνω μια κλεφτή ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά

Ο ηθοποιός κρυφοκοίταξε από την κουρτίνα, για να δει πόσος κόσμος μαζεύτηκε στο αμφιθέατρο.

άντε και απαυτώσου

(ευφημισμός)

χαζεύω, χαζολογώ, χασομερώ

Σταμάτα να χαζεύεις και ξεκίνα τα μαθήματά σου!

σαχλαμαρίζω, χαζεύω

(καθομιλουμένη)

χαζολογάω, χαζολογώ, χασομεράω, χασομερώ

σταματώ στην άκρη, κάνω στην άκρη

(αυτοκίνητο)

Όταν είδε από τον καθρέφτη τα φώτα να αναβοσβήνουν, έκανε στην άκρη.

κάνω πίσω

Κάντε όλοι πίσω, ας του δώσουμε λίγο χώρο!

μαλακίζομαι

(αργκό, χυδαίο)

πετάγομαι

(καθομ, μεταφορικά: κάπου ή σε κτ)

Poți să tragi o fugă până la John să-i duci felicitarea asta?
Μπορείς να πεταχτείς μέχρι του Γιάννη για να παραδώσεις αυτή την κάρτα;

τραβάω, τραβώ

A tras calculatorul spre el.
Τράβηξε τον υπολογιστή προς το μέρος του.

εξαπατάω, εξαπατώ

L-au prins exact când îl înșela pe cumpărător, vânzându-i un fals.
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Ο ύποπτος από ότι φαίνεται εξαπάτησε αρκετούς ηλικιωμένους.

χαστουκίζω

ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Η Γουέντυ χαστούκισε τον Καρλ όταν έμαθε πως την απατούσε.

καταβροχθίζω

(mâncare) (φαγητό)

σουβλίζω, παλουκώνω, καρφώνω

(γενικά για άνθρωπο ή μεταφορικά)

σηκώνω απότομα

(pantaloni, fustă, etc.)

μπαλαμουτιάζω, δουλεύω

(αργκό)

ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Ο τύπος έχει μπαλαμουτιάσει (or: δουλέψει) πολύ κόσμο με τις λαμογιές του.

υπερισχύω σε οπλισμό

προδίδω

πυροβολώ, στοχεύω, σκοπεύω

τραβώ κάποιον στην άκρη

Ο δάσκαλος τράβηξε ήσυχα τη μαθήτρια στην άκρη μετά το μάθημα, για να συζητήσουν την ?????? συμπεριφορά της.

διοχετεύω, μεταγγίζω

(κυριολεκτικά)

φοράω βιαστικά, βάζω/ρίχνω πάνω μου

(haine) (καθομιλουμένη)

Έτρεξα επάνω για να ρίξω πάνω μου κάτι λιγότερο επίσημο.

τραβάω, παρατείνω

(καθομιλουμένη)

παρκάρω

(mașină)

μιλώ κατ' ιδίαν

στρίβω

τραβάω, τραβώ

Η Ντόρις έκανε στην άκρη την κουρτίνα και κοίταξε έξω από το παράθυρο.

παίρνω κπ παράμερα, παίρνω κπ στην άκρη, τραβάω κπ στην άκρη

τραβώ πάνω, σηκώνω

(για ενδύματα/τιράντες)

κατεβάζω

χάνω τις ελπίδες μου, χάνω κάθε ελπίδα

ρίχνω το ηθικό

Η στάση του ρίχνει και το δικό μας ηθικό.

ρίχνω

(cu o armă)

κερδίζω

(public) (μεταφορικά)

Ήμουνα διστακτικός μέχρι που τον γνώρισα από κοντά, αλλά μετά με κέρδισε ολοκληρωτικά.

φέρνω,κουβαλάω

(κυριολεκτικά,γάτες)

γαμάω, γαμώ

(μτφ, αργκό, χυδαίο)

Την εμπιστεύτηκα και της είπα την ιστορία και μετά με γάμησε, καθώς γύρισε και τα είπε στο αφεντικό μου.

ανασηκώνω/ανυψώνω γρήγορα

(καθομιλουμένη)

κάνω πουστιά

(αργκό, χυδαίο)

τη φέρνω σε κπ

Ο πωλητής προσπάθησε μου πρόσφερε μερική επιστροφή χρημάτων αλλά ήταν εμφανές πως προσπαθούσε να μου τη φέρει.

χωρίς κούμπωμα

(obiect de îmbrăcăminte)

παρακινητής, παρακινήτρια

(άνθρωπος)

βάζω κόκκινη γραμμή, έχω ως κόκκινη γραμμή

(μεταφορικά)

Ας μάθουμε Ρουμάνος

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trage στο Ρουμάνος, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ρουμάνος.

Γνωρίζετε για το Ρουμάνος

Τα ρουμανικά είναι μια γλώσσα που ομιλείται από 24 έως 28 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως στη Ρουμανία και τη Μολδαβία. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Ρουμανία, τη Μολδαβία και την Αυτόνομη Επαρχία της Βοϊβοντίνα της Σερβίας. Υπάρχουν επίσης ρουμανόφωνοι σε πολλές άλλες χώρες, ιδίως στην Ιταλία, την Ισπανία, το Ισραήλ, την Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γαλλία και τη Γερμανία.