Τι σημαίνει το trancar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trancar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trancar στο πορτογαλικά.

Η λέξη trancar στο πορτογαλικά σημαίνει αμπαρώνω, κλειδώνω, κλειδώνω κπ/κτ μέσα, κλείνω κπ/κτ μέσα, στερεώνω, ασφαλίζω, μανταλώνω, σφραγίζω, κλειδώνω, κλειδώνω, κλειδώνω, ασφαλίζω, ασφαλίζω, κάνω πλεξίδες, κάνω πλεξούδες, πλέκω, αμπαρώνω, κλειδώνω, αποκλείω, φράσσω, κλειδώνω, πλέκω, κλειδώνω, κλειδώνω την πόρτα, κλειδώνω κπ έξω από κτ, κάνω λοκ άουτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trancar

αμπαρώνω

verbo transitivo (com trinco)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lembre de trancar a porta com o trinco à noite.
Μην ξεχάσεις να αμπαρώσεις την πόρτα το βράδυ.

κλειδώνω

(fechar com a chave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando sair, tranque a porta.
Κλείδωσε την πόρτα φεύγοντας.

κλειδώνω κπ/κτ μέσα

verbo transitivo

O policial jogou os dois homens em uma cela e os trancou.

κλείνω κπ/κτ μέσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στερεώνω, ασφαλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Παρακαλούμε στερεώστε (or: ασφαλίστε) σφιχτά τα χιονοπέδιλα στη σχάρα της οροφής.

μανταλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike trancou a porta quando saiu.
Ο Μάικ μαντάλωσε την πόρτα βγαίνοντας.

σφραγίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A porta trancou quando bateu.
Η πόρτα κλείδωσε όπως έκλεισε.

κλειδώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O zelador trancou a escola no fim do dia para impedir os vândalos de entrarem.
Ο φύλακας κλείδωσε το σχολείο στο τέλος της ημέρας ώστε να αποτρέψει την είσοδο σε βανδάλους.

κλειδώνω

verbo transitivo (guardar em lugar seguro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλειδώνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A última pessoa a sair deve trancar.
Ο τελευταίος που θα φύγει θα πρέπει να κλειδώσει.

ασφαλίζω, ασφαλίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A fazendeira trancou o portão depois de passar.
Η αγρότισσα ασφάλισε την πόρτα πίσω της.

κάνω πλεξίδες, κάνω πλεξούδες

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Maisy trança o cabelo dela antes de correr para que ele não caia no rosto.
Η Μέιζι πλέκει τα μαλλιά της σε πλεξούδες πριν πάει για τρέξιμο για να μην πέφτουν στο πρόσωπό της.

πλέκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os marinheiros trançaram a corda.
Οι ναύτες έπλεξαν το σχοινί μαζί.

αμπαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por segurança, Simon tranca a porta dele toda noite.
Για ασφάλεια, ο Σάιμον αμπαρώνει την πόρτα του κάθε νύχτα.

κλειδώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela trancou o cachorro no canil.
Κλείδωσε τον σκύλο στο σπιτάκι του.

αποκλείω, φράσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todas as saídas foram trancadas, e não havia forma de sair.

κλειδώνω

verbo transitivo (fechar) (σε κάποιον κλειστό χώρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλέκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Liam trançou o salgueiro em cestas.
Ο Λίαμ έπλεξε τις βέργες της ιτιάς και έφτιαξε ένα καλάθι.

κλειδώνω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dava para ouvir a porta se trancar.
Άκουσε την πόρτα να κλειδώνει.

κλειδώνω την πόρτα

(à chave)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Πάντα οπλίζω τον συναγερμό και κλειδώνω την πόρτα όταν βγαίνω. Μην ξεχάσεις να κλειδώσεις την πόρτα πίσω σου όταν φύγεις.

κλειδώνω κπ έξω από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dennis continuava voltando para casa tarde, por isso Sheila o trancou fora de casa para lhe ensinar uma ilusão.
Ο Ντένις πάντα αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι. Έτσι, η Σίλα τον κλείδωσε έξω, για να τον συμμορφώσει.

κάνω λοκ άουτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trancar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.