Τι σημαίνει το transbordar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης transbordar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του transbordar στο πορτογαλικά.

Η λέξη transbordar στο πορτογαλικά σημαίνει ξεχειλίζω, πλημμυρίζω, ξεχειλίζω, χύνομαι, ξεχειλίζω, μεταφορτώνω, γεμάτος, υπερχειλίζω, ξεχειλίζω, πλημμυρίζω, ξεχειλίζω, είμαι γεμάτος, πλημμυρίζω, τρέχω, ξεχειλίζω από κτ, πλημμυρίζω από κτ, ξεχειλίζω, πλημμυρίζω, βγαίνω έξω από κτ, πλημμυρίζω, αποπνέω, βρίθω, ξεχειλίζων, παραγεμίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης transbordar

ξεχειλίζω, πλημμυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A água na pia transbordou e escorreu no chão.
Το νερό στον νιπτήρα υπερχείλισε και έτρεξε στο πάτωμα.

ξεχειλίζω, χύνομαι

(ao ferver) (λόγω βρασμού)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεχειλίζω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele está transbordando de felicidade desde que ela o pediu em casamento.
Ξεχειλίζει από χαρά από όταν του ζήτησε να την παντρευτεί.

μεταφορτώνω

verbo transitivo (navegação, transbordo) (από ένα πολίο σε άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γεμάτος

(figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπερχειλίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O rio transbordou quando a represa se rompeu.
Το ποτάμι υπερχείλισε όταν έσπασε το φράγμα.

ξεχειλίζω, πλημμυρίζω

(figurado) (μεταφορικά: από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A sala estava transbordando; as pessoas estavam se espalhando pelos corredores.
Το δωμάτιο ήταν φίσκα. Ο κόσμος ήταν και στους διαδρόμους.

ξεχειλίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não fechei a torneira a tempo de impedir que a água na pia transbordasse.
Δεν έκλεισα την βρύση εγκαίρως ώστε να σταματήσω το νερό στον νεροχύτη από το να ξεχειλίσει.

είμαι γεμάτος

verbo transitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
As crianças estavam transbordado de empolgação. Os olhos da senhora idosa transbordavam quando ela falava sobre o falecido marido.
Τα μάτια της γηραιάς κυρίας ξεχείλιζαν από δάκρυα καθώς μιλούσε για τον μακαρίτη τον άνδρα της.

πλημμυρίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O rio transbordou suas margens durante a cheia da primavera.
Το ποτάμι υπερχείλισε κατά τη διάρκεια των εαρινών πλημμυρών.

τρέχω

(μεταφορικά)

Os olhos dela transbordaram de lágrimas de alegria.
Από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα χαράς.

ξεχειλίζω από κτ, πλημμυρίζω από κτ

(figurado: estar cheio de) (μεταφορικά)

O coração de Jenima estava transbordando de alegria.

ξεχειλίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom transbordou a banheira.

πλημμυρίζω

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A multidão transbordou o auditório.

βγαίνω έξω από κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se continuar chovendo, o rio irá transbordar suas margens.

πλημμυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta chuva vai inundar todo o centro da cidade.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το χιόνι που έλιωσε την άνοιξη πλημμύρισε τον πυθμένα της λίμνης.

αποπνέω

(figurado) (επίσημο, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Γκάρι αποπνέει αυτοπεποίθηση και γοητεία.

βρίθω

verbo transitivo (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A terra abundava com tudo o que era desejado.

ξεχειλίζων

verbo transitivo (líquido)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παραγεμίζω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του transbordar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.