Τι σημαίνει το wait for στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wait for στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wait for στο Αγγλικά.

Η λέξη wait for στο Αγγλικά σημαίνει περιμένω, περιμένω, περιμένω κπ/κτ να κάνει κτ, περιμένω, σερβίρω, αναμονή, αναμονή, περιμένω κπ για κτ, περιμένω, εξυπηρετώ, περιμένω να τελειώσει κτ, περιμένω ξενυχτώντας, σερβίρω, ανυπομονώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wait for

περιμένω

intransitive verb (remain in expectation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The results haven't come out yet, I am still waiting.
Τα αποτελέσματα δεν έχουν βγει, ακόμα περιμένω.

περιμένω

(await)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm waiting for someone special.
Περιμένω κάποιον ξεχωριστό.

περιμένω κπ/κτ να κάνει κτ

(await [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We are going to wait for the office to open.
Θα περιμένουμε να ανοίξει το γραφείο.

περιμένω

intransitive verb (be available)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There are taxis waiting at the corner.
Υπάρχουν ταξί που περιμένουν στη γωνία.

σερβίρω

phrasal verb, transitive, inseparable (serve food)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Get your own coffee; I'm not here to wait on you!
Πάρε μόνος σου τον καφέ σου. Δεν είμαι εδώ για να σου κάνω τον σερβιτόρο!

αναμονή

noun (time spent waiting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I don't mind the wait.
Δεν με ενοχλεί η αναμονή.

αναμονή

noun (delay)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We are in for a long wait.
Μας περιμένει μεγάλη αναμονή.

περιμένω κπ για κτ

(US, informal (postpone, delay)

Please wait lunch for me; I'll be there in a moment.
Παρακαλώ καθυστερήστε λίγο το μεσημεριανό μέχρι να έρθω. Θα είμαι εκεί σε λίγο.

περιμένω

phrasal verb, intransitive (wait for [sb/sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξυπηρετώ

phrasal verb, transitive, inseparable (bar, restaurant: serve) (ως σερβιτόρος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gina was waiting on a customer at the restaurant.
Η Τζίνα εξυπηρετούσε έναν πελάτη στο εστιατόριο.

περιμένω να τελειώσει κτ

phrasal verb, transitive, separable (be patient while [sth] is in progress)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιμένω ξενυχτώντας

phrasal verb, intransitive (informal (stay awake until [sb] arrives home)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's 23 years old; you need not wait up for him anymore.

σερβίρω

phrasal verb, transitive, inseparable (formal (serve)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Servants waited upon the aristocrats.

ανυπομονώ

verbal expression (figurative, informal (be impatient for) (για κτ, να γίνει κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I can't wait for this day to be over.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wait for στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.