Τι σημαίνει το waiting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης waiting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του waiting στο Αγγλικά.

Η λέξη waiting στο Αγγλικά σημαίνει αναμονή, που περιμένει, που περιμένει, περιμένω, περιμένω, περιμένω κπ/κτ να κάνει κτ, περιμένω, σερβίρω, αναμονή, αναμονή, περιμένω κπ για κτ, αξίζω την αναμονή, υπηρεσία αναμονής κλήσεων, κάνω κπ να περιμένει, κυρία των τιμών, λίστα αναμονής, περίοδος αναμονής, αίθουσα αναμονής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης waiting

αναμονή

noun (act of anticipating [sth] or [sb])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It can sometimes take a couple of weeks to get the results of medical tests and many people find the waiting difficult.
Μερικές φορές, χρειάζεται να περάσουν λίγες εβδομάδες μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων και αυτή η αναμονή δυσκολεύει πολλούς ανθρώπους.

που περιμένει

adjective (person: who is waiting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The doctor asked the waiting patient to come through to her office.
Ο γιατρός ζήτησε από τον ασθενή που περίμενε να μπει στο γραφείο της.

που περιμένει

adjective (thing: prepared, ready)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The courier picked up the waiting parcel and set off to deliver it.
Ο κούριερ πήρε το έτοιμο πακέτο και ξεκίνησε για να το παραδώσει.

περιμένω

intransitive verb (remain in expectation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The results haven't come out yet, I am still waiting.
Τα αποτελέσματα δεν έχουν βγει, ακόμα περιμένω.

περιμένω

(await)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm waiting for someone special.
Περιμένω κάποιον ξεχωριστό.

περιμένω κπ/κτ να κάνει κτ

(await [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We are going to wait for the office to open.
Θα περιμένουμε να ανοίξει το γραφείο.

περιμένω

intransitive verb (be available)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There are taxis waiting at the corner.
Υπάρχουν ταξί που περιμένουν στη γωνία.

σερβίρω

phrasal verb, transitive, inseparable (serve food)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Get your own coffee; I'm not here to wait on you!
Πάρε μόνος σου τον καφέ σου. Δεν είμαι εδώ για να σου κάνω τον σερβιτόρο!

αναμονή

noun (time spent waiting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I don't mind the wait.
Δεν με ενοχλεί η αναμονή.

αναμονή

noun (delay)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We are in for a long wait.
Μας περιμένει μεγάλη αναμονή.

περιμένω κπ για κτ

(US, informal (postpone, delay)

Please wait lunch for me; I'll be there in a moment.
Παρακαλώ καθυστερήστε λίγο το μεσημεριανό μέχρι να έρθω. Θα είμαι εκεί σε λίγο.

αξίζω την αναμονή

verbal expression (informal (be good enough to justify a delay)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's taken a long time to finish but it's been worth waiting for.

υπηρεσία αναμονής κλήσεων

noun (uncountable (telephone service)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάνω κπ να περιμένει

verbal expression (make [sb] wait)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm sorry to have kept you waiting, I got caught up in traffic.

κυρία των τιμών

noun (female attendant)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λίστα αναμονής

noun (register of people waiting for [sth])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I've been on the waiting list for a new flat for 15 months.

περίοδος αναμονής

noun (delay)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
After you start work there will be a 6-month waiting period before you're eligible for benefits.

αίθουσα αναμονής

noun (seated area for awaiting an appointment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Please take a seat in the waiting room until your name is called.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του waiting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του waiting

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.