Τι σημαίνει το à part στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης à part στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του à part στο Γαλλικά.

Η λέξη à part στο Γαλλικά σημαίνει εκτός, με εξαίρεση, εξαιρουμένου, με εξαίρεση, διαφορετικός, ξεχωριστός, στην άκρη, στο πλάι, πέρα από κτ, πέρα από, εκτός από, που ξεχωρίζει, εκτός, εκτός από, εκτός, με εξαίρεση, εξαιρουμένου, χώρια, χωριστά, ξεχωριστά, ξέχωρα, στο πλάι, εκτός από, χωριστός, ξεχωριστός, διαφορετικός, ξεχωρίζω κτ από κτ, διαχωρίζω κτ από κτ, ξεχωριστά, εκτός από, με εξαίρεση, μοναδικός, ξεχωριστός, ιδιαίτερος, εκτός από, εκτός από, κανονικός, κανονικότατος, αλλάζοντας το θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο ζήτημα, απομονώνω, ανατυπώνω, πετυχημένος, εκτός αυτού, πέρα απ'αυτό, μόνος μου, ανάτυπο, δείγμα, παίρνω κπ παράμερα, παίρνω κπ στην άκρη, τραβάω κπ στην άκρη, τραβώ κάποιον στην άκρη, αφήνω έξω, εξαιρώ, δεν λαμβάνω υπόψη, μιλώ κατ' ιδίαν, τραβώ, πλήρες μέλος, τακτικό μέλος, απομονώνομαι από κτ/κπ, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης à part

εκτός, με εξαίρεση, εξαιρουμένου

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
À part gagner de l'argent, pourquoi veux-tu être médecin ?
Εκτός από (or: με εξαίρεση) την υψηλή αμοιβή, για ποιον λόγο θέλεις να γίνεις γιατρός;

με εξαίρεση

préposition

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il aime bien tous les types de cocktails, à part les mojitos.

διαφορετικός, ξεχωριστός

locution adjectivale (original)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les musiciens sont des gens à part.
Αυτοί οι μουσικοί είναι πολύ διαφορετικοί (or: ξεχωριστοί).

στην άκρη, στο πλάι

locution adverbiale (μεταφορικά)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il m'a pris à part pour me dire que j'avais gagné.
Με πήρε παράμερα και μου είπε ότι είχα νικήσει.

πέρα από κτ

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Blague à part, nous avons vraiment besoin de plus de bénévoles.
Πέρα από την πλάκα, πραγματικά χρειαζόμαστε περισσότερους εθελοντές για αυτό το έργο.

πέρα από, εκτός από

préposition

À part ça, je ne sais pas quoi dire.
Πέρα από (or: Εκτός από) αυτό, δεν ξέρω τι να πω.

που ξεχωρίζει

adjectif (génie, personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Beethoven était un être à part.

εκτός, εκτός από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il n'y avait pas d'autres candidatures, hormis celles déjà reçues en interne. Hormis un couple assis à côté de la fenêtre, le restaurant était désert.
Δεν υπήρχαν αιτήσεις, εκτός από τις εσωτερικές που ελήφθησαν νωρίτερα. Εκτός από ένα ζευγάρι που καθόταν στο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, το εστιατόριο ήταν έρημο.

εκτός, με εξαίρεση, εξαιρουμένου

préposition

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
À part moi, aucun de mes camarades de classe n'a rendu la dissertation dans les délais.
Κανείς από τους συμμαθητές μου εκτός από μένα δεν παρέδωσε την έκθεση εγκαίρως.

χώρια, χωριστά, ξεχωριστά, ξέχωρα

(de côté) (όχι μαζί)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Laisse la sauce soja à part (or: de côté) jusqu'à ce que tu manges le riz.
Φυλάξτε τη σάλτσα σόγιας χώρια από το ρύζι μέχρι να τα φάτε.

στο πλάι

locution adverbiale (nourriture)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Je vais prendre une tarte aux pommes, avec de la glace si vous en avez, mais j'aimerais la glace à part (or: à côté), pas sur la tarte.
Θα παραγγείλω μηλόπιτα με παγωτό, αν έχετε. Θέλω, όμως, το παγωτό στο πλάι και όχι πάνω από τη μηλόπιτα.

εκτός από

Il a mangé tous les gâteaux sauf un.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έφαγε όλα τα μπισκότα παρά ένα.

χωριστός, ξεχωριστός, διαφορετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Peux-tu mettre le pain dans un sac séparé ?
Μπορείτε να βάλετε το ψωμί σε χωριστή σακούλα;

ξεχωρίζω κτ από κτ, διαχωρίζω κτ από κτ

Agatha aime garder son travail et sa vie privée bien séparés.

ξεχωριστά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκτός από, με εξαίρεση

préposition

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μοναδικός, ξεχωριστός, ιδιαίτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un type singulier qui a grandi à l'étranger.

εκτός από

À part moi, personne ne faisait rien.
Κανείς δεν έκανε τίποτα, παρά μόνο εγώ.

εκτός από

Je déteste tous les légumes sauf (or: hormis) les carottes.

κανονικός, κανονικότατος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Συνήθως, χρειάζονται χρόνια για να μετεξελιχθεί πλήρως ο ιός HIV σε κανονικό AIDS. // Ξεκίνησε ως ασήμαντο πολιτικό σκάνδαλο, αλλά πλέον έχει γίνει κανονικότατη συνταγματική κρίση.

αλλάζοντας το θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο θέμα, προχωρώντας σε ένα νέο ζήτημα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απομονώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανατυπώνω

(un extrait)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετυχημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John était enfin un professeur à part entière.

εκτός αυτού, πέρα απ'αυτό

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
À part ça, ça va, merci.

μόνος μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανάτυπο

nom masculin (Imprimerie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δείγμα

nom masculin (έγγραφο, βιβλίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παίρνω κπ παράμερα, παίρνω κπ στην άκρη, τραβάω κπ στην άκρη

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Après la réunion, le président m'a pris à part pour me demander si j'aimerais rejoindre le comité.

τραβώ κάποιον στην άκρη

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Après le cours, la prof a discrètement pris l'élève à part pour lui parler de sa mauvaise conduite.
Ο δάσκαλος τράβηξε ήσυχα τη μαθήτρια στην άκρη μετά το μάθημα, για να συζητήσουν την ?????? συμπεριφορά της.

αφήνω έξω, εξαιρώ, δεν λαμβάνω υπόψη

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mis à part deux tournesols, son jardin n'avait aucune fleur.

μιλώ κατ' ιδίαν

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon père m'a pris à part et m'a dit que je ferais mieux de ne pas le refaire.

τραβώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle l'a pris à part et lui a dit un mot sur son comportement.
Τον τράβηξε στην άκρη και έκαναν μια ήρεμη κουβέντα για τη συμπεριφορά του.

πλήρες μέλος, τακτικό μέλος

απομονώνομαι από κτ/κπ, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ

(s'écarter : émotionnel)

Préférant la solitude, je me tenais à l'écart du groupe.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του à part στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.