Τι σημαίνει το accrocher στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης accrocher στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του accrocher στο Γαλλικά.

Η λέξη accrocher στο Γαλλικά σημαίνει κρεμάω, κρεμώ, συνδέω, προσαρμόζω, ψήνομαι, κρεμάω, κρεμάω, κρεμώ, ακολουθώ, κρεμάω, κρεμώ, κρεμάω, κρεμώ, εκθέτω, παρουσιάζω, σκίζω, χαλάω, κρεμάω, κρεμώ, πιάνομαι, επιμένω, που κρατιέται από μία κλωστή, που κρατιέται με νύχια και με δόντια, μπάρα για κρέμασμα εικόνων, ράγα για κρέμασμα εικόνων, ταμπέλα, κρατάω σφιχτά, κρατάω γερά, γαντζώνομαι, εστιάζω σε κάτι, κρατάω, φυλάω, διατηρώ, κρατιέμαι από κπ/κτ, κρατάω γερά, δεν αφήνω, κολλάω, κολλώ, κολλάω σε κτ, στερεώνω, στερεώνω με πινέζα, συνδέω, κρεμιέμαι από, γαντζώνομαι από, προσκολλώμαι σε κπ/κτ, εμμένω σε κτ, στερεώνω, προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι, πιάνω κτ σε κτ, σκίζω κτ σε κτ, ντραπάρω, προσκολλώμαι σε κτ, στερεώνομαι σε κτ, τοποθετούμαι σε κτ, δένομαι σε κτ, διακοσμώ, τσάντα, κουμπώνω, εστιάζω, κρέμομαι από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης accrocher

κρεμάω, κρεμώ

verbe transitif (au mur,...) (κάτι, κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Que dirais-tu d'accrocher le miroir au mur ?
Τι θα έλεγες να κρεμάσουμε τον καθρέφτη σε αυτό τον τοίχο;

συνδέω, προσαρμόζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψήνομαι

verbe intransitif (familier) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce livre, je n'accroche pas : le premier chapitre est trop ennuyeux.
Δεν με τραβάει αυτό το βιβλίο γιατί το πρώτο κεφάλαιο είναι πολύ βαρετό.

κρεμάω

(un vêtement,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les enfants ont accroché leur manteau au fond de la classe.

κρεμάω, κρεμώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chaque année à Noël, nous accrochons les guirlandes électriques dehors.

ακολουθώ

verbe transitif (Militaire : une cible)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρεμάω, κρεμώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Evelyn a accroché le linge sur la corde.

κρεμάω, κρεμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il y a un crochet sur la lanterne qui permet de la suspendre (or: l'accrocher).

εκθέτω, παρουσιάζω

(une affiche, photo,…)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a accroché une photo pour la montrer aux visiteurs.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εξέθεσε μια φωτογραφία για να τη βλέπουν οι επισκέπτες.

σκίζω, χαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η κόρη μου φαίνεται να σκίζει συνέχεια τα ρούχα της.

κρεμάω, κρεμώ

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Accrochons cette plante à un crochet au plafond.
Ας κρεμάσουμε εκείνο το φυτό από έναν γάντζο στο ταβάνι.

πιάνομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mes lacets se sont pris (or: se sont accrochés) dans la chaîne de mon vélo.
Ενώ έκανα ποδήλατο, πιάστηκαν τα κορδόνια μου στις ταχύτητες.

επιμένω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Même en sachant qu'il avait perdu la course, il s'est accroché et a fini la tête haute.
Ακόμα κι όταν ήξερε ότι θα χάσει τον αγώνα, επέμεινε και τερμάτισε δυναμικά.

που κρατιέται από μία κλωστή, που κρατιέται με νύχια και με δόντια

verbe pronominal (figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ils s'accrochent avec courage, malgré les difficultés.

μπάρα για κρέμασμα εικόνων, ράγα για κρέμασμα εικόνων

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταμπέλα

(σε πόρτα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρατάω σφιχτά, κρατάω γερά

Conscients que l'heure du départ approchait, les amoureux se cramponnaient l'un à l'autre.
Ξέροντας πως σε λίγο θα έπρεπε να χωρίσουν οι εραστές κρατούσαν σφικτά ο ένας τον άλλο.

γαντζώνομαι

(bébé) (από κπ/κτ, σε κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εστιάζω σε κάτι

locution verbale (Militaire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρατάω, φυλάω, διατηρώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ces livres n'ont aucune valeur mais je n'arrive pas à m'en débarrasser parce qu'ils me rappellent mon enfance.

κρατιέμαι από κπ/κτ

Si tu penses que tu vas tomber, accroche-toi à mon bras.
Κρατήσου απ' το μπράτσο μου αν πιστεύεις ότι θα γλιστρήσεις.

κρατάω γερά, δεν αφήνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si un homard t'attrape un doigt, il va s'y accrocher.

κολλάω, κολλώ

(σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le caramel était collant et s'accrochait à mon palais.

κολλάω σε κτ

(μεταφορικά)

στερεώνω

(κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Laisse-moi accrocher ce poster au mur.
Άσε με να κρεμάσω την αφίσα στον τοίχο.

στερεώνω με πινέζα

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδέω

(κτ σε κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les enfants ont accroché des crochets aux décorations avant de les mettre dans le spain de Noël.
Τα παιδιά έβαλαν γαντζάκια στα στολίδια πριν τα κρεμάσουν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

κρεμιέμαι από, γαντζώνομαι από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La pente était tellement raide et glissante que j'ai dû m'accrocher à un arbre pour ne pas tomber.

προσκολλώμαι σε κπ/κτ

εμμένω σε κτ

(λόγιος)

Malgré toutes les preuves du contraire, certaines personnes adhèrent à l'idée que la Terre est plate.

στερεώνω

(έμφαση στο στήριγμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jamie a accroché un mot à l'attention de son professeur sur sa manche pour ne pas oublier.
Η Τζέιμι έβαλε (or: τοποθέτησε) στο μανίκι του γιου της ένα σημείωμα για τη δασκάλα του, ώστε να μην το ξεχάσει.

προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πιάνω κτ σε κτ, σκίζω κτ σε κτ

Alain a accroché son pantalon sur un mûrier en marchant sur le chemin de forêt.
Ο Άλαν έσκισε το παντελόνι του σε μια βατομουριά καθώς περπατούσε στο μονοπάτι του δάσους.

ντραπάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'organisateur accrocha le tissu sur le pupitre.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η σχεδιάστρια ντράπαρε το ύφασμα πάνω στην κούκλα για να ξεκινήσει τη νέα δημιουργία της.

προσκολλώμαι σε κτ

(figuré)

στερεώνομαι σε κτ, τοποθετούμαι σε κτ, δένομαι σε κτ

Le mousqueton s'accroche à votre ceinture pour vous permettre de transporter facilement vos clés, une gourde ou tout autre équipement.

διακοσμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσάντα

nom féminin (vélo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κουμπώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εστιάζω

(regard, yeux)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κρέμομαι από κτ

(figuré) (μεταφορικά: χείλη, λόγια)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του accrocher στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.