Τι σημαίνει το abaixar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης abaixar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του abaixar στο πορτογαλικά.

Η λέξη abaixar στο πορτογαλικά σημαίνει χαμηλώνω, ρίχνω τις άμυνές μου, χαλαρώνω τις άμυνές μου, χαμηλώνω, χαμηλώνω, κατεβάζω, χαμηλώνω, χαμηλώνω, υποχωρώ, ρίχνω, σκύβω το κεφάλι, σκύβω το κεφάλι, κατεβάζω, πέφτω, κατεβάζω, περιορίζω, κατεβάζω, υποχωρώ, σκύβω, σκύβω, σκύβω, συμφιλιώνομαι, χαμηλώνω την θερμοκρασία, τουμπάρω, ρίχνω, κατεβάζω την τιμή, μειώνω την τιμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης abaixar

χαμηλώνω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O meteorologista abaixou a previsão de tempestade para vendaval.
Το δελτίο καιρού κατέβασε την πρόβλεψη από θύελλα σε καταιγίδα.

ρίχνω τις άμυνές μου, χαλαρώνω τις άμυνές μου

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele abaixou a guarda quando percebeu que era um amigo.
Έριξε (or: Χαλάρωσε) τις άμυνές του όταν κατάλαβε ότι ήταν φίλος.

χαμηλώνω

verbo transitivo (volume, som)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abaixa (or: diminui) o volume do rádio, por favor!
Χαμήλωσε τον ήχο στο ράδιο, σε παρακαλώ!

χαμηλώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você deve diminuir suas expectativas, baseado na sua falta de sucesso até agora.
Θα πρέπει να χαμηλώσεις τις προσδοκίες σου με βάση τις μέχρι τώρα αποτυχίες σου.

κατεβάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele baixou (or: abaixou) a caixa da estante.
Κατέβασε το κουτί από το ράφι.

χαμηλώνω

verbo transitivo (figurado, diminuir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A loja baixa (or: abaixa) os preços na liquidação.
Το μαγαζί χαμηλώνει τις τιμές για τις εκπτώσεις.

χαμηλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποχωρώ

(nível da água:) (στάθμη νερού)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os moradores poderão voltar quando a água abaixar.
Θα επιτραπεί στους κατοίκους να επιστρέψουν όταν το νερό υποχωρήσει.

ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A garota abaixou uma corda e o namorado escalou para o quarto dela.
Το κορίτσι έριξε ένα σκοινί και το αγόρι της σκαρφάλωσε στο δωμάτιό της.

σκύβω το κεφάλι

verbo transitivo (a cabeça)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Os paroquianos baixaram a cabeça em oração.

σκύβω το κεφάλι

verbo transitivo (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Abaixei minha cabeça para evitar bater na verga.

κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sempre baixo as persianas à noite.

πέφτω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os preços diminuíram nesta loja.
Οι τιμές έχουν πέσει σ' αυτό το μαγαζί.

κατεβάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Στο αεροπλάνο, κατέβασε τα στηρίγματα του καθίσματος και έδεσε τη ζώνη του.

περιορίζω

(barulho)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O professor pediu aos garotos para reduzirem o barulho.

κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estelle baixou o vidro do carro.

υποχωρώ

(maré)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Um caranguejo sobrou encalhado na areia quando a maré baixou.
Ένα καβούρι ξέμεινε στην άμμο καθώς η παλίρροια υποχώρησε.

σκύβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A mãe se abaixou para amarrar os cadarços do filho.
Η μητέρα έσκυψε για να δέσει τα κορδόνια του παιδιού.

σκύβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu tenho de me inclinar para amarrar meus sapatos.
Πρέπει να σκύψω για να δέσω τα κορδόνια μου.

σκύβω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συμφιλιώνομαι

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαμηλώνω την θερμοκρασία

(tornar mais frio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τουμπάρω, ρίχνω

(ανεπ: κάνω κπ να υποχωρήσει)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν μπορείς να περιμένεις ότι πάντα θα υποκύπτω για χάρη σου.

κατεβάζω την τιμή

expressão verbal (με γενική: προϊόντος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μειώνω την τιμή

expressão verbal (finanças)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os corretores estavam tentando abaixar o preço das ações.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του abaixar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.