Τι σημαίνει το abraçar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης abraçar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του abraçar στο πορτογαλικά.

Η λέξη abraçar στο πορτογαλικά σημαίνει αγκαλιάζω, αγκαλιάζω, αποδέχομαι, επωφελούμαι από κτ, περνάω τα χέρια μου γύρω από κπ, αγκαλιάζω, αγκαλιάζομαι, αγκαλιάζω, αγκαλιάζω, αγκαλιάζω σφικτά, αγκαλιάζομαι, αγκαλιάζομαι, κρατάω σφιχτά, κρατάω γερά, αγκαλιάζομαι, στηρίζω, αγκαλιάζω, αγκαλιάζω κπ σφιχτά, κρατάω κπ σφιχτά, φασώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης abraçar

αγκαλιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela abraçou o irmão quando ele voltou.
Όταν γύρισε ο αδερφός της, τον αγκάλιασε.

αγκαλιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele abraçou com relutância seu antigo inimigo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πήρε στην αγκαλιά της το παιδί και το παρηγόρησε.

αποδέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os colegas abraçaram suas propostas.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν εγκολπώνομαι τις απόψεις σου, αλλά εξακολουθώ να τις σέβομαι.

επωφελούμαι από κτ

A população acolheu muito bem a novas propostas do governo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είναι άνθρωπος που δράττεται (or: επωφελείται) κάθε καλής ευκαιρίας που του δίνεται.

περνάω τα χέρια μου γύρω από κπ

(abraçar alguém)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγκαλιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A mãe panda está abraçando seu filhote.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο παππούς αγκάλιασε με στοργή την εγγονούλα του.

αγκαλιάζομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alice e Gerald estavam se abraçando na varanda.
Η Άλις και ο Τζέραλντ κάνουν αγκαλιές στη βεράντα.

αγκαλιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A mãe abraçou seu filho chorando. // O casal se abraçou com força.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η μητέρα πήρε αγκαλιά το μωρό της που έκλαιγε.

αγκαλιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A garotinha abraçou sua boneca apertadamente.
Το κοριτσάκι έσφιγγε στην αγκαλιά του την κούκλα του.

αγκαλιάζω σφικτά

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Με αγκάλιασε τόσο σφικτά που δε μπορούσα να αναπνεύσω.

αγκαλιάζομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eles sempre se abraçam quando se encontram.

αγκαλιάζομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os namorados se abraçaram.
Οι εραστές αγκαλιάστηκαν.

κρατάω σφιχτά, κρατάω γερά

Sabendo que em breve teriam de se separar, os amantes se prenderam um ao outro.
Ξέροντας πως σε λίγο θα έπρεπε να χωρίσουν οι εραστές κρατούσαν σφικτά ο ένας τον άλλο.

αγκαλιάζομαι

(aconchegar ou amontoar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Έκαναν αγκαλίτσες στον καναπέ για να δουν μια ταινία. Οι εραστές αγκαλιάστηκαν για να μείνουν ζεστοί.

στηρίζω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αγκαλιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αγκαλιάζω κπ σφιχτά, κρατάω κπ σφιχτά

(abraçar)

φασώνομαι

(informal) (αργκό, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του abraçar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.