Τι σημαίνει το abusar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης abusar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του abusar στο πορτογαλικά.

Η λέξη abusar στο πορτογαλικά σημαίνει κάνω κατάχρηση, καταχρώμαι, καταχρώμαι, κακομεταχειρίζομαι, φορτώνω κτ σε κπ, εκμεταλλεύομαι, φτάνω στα άκρα, χρησιμοποιώ υπερβολική ποσότητα, το παρακάνω, είμαι υπερβολικός, παρενοχλώ, επιτίθεμαι σε κπ, αναθέτω υπερβολικά πολλή δουλειά, γίνομαι φόρτωμα, γίνομαι βάρος, τη φέρνω, εκματελλεύομαι τη θέση μου, εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι, γίνομαι βάρος σε κπ, ασχολούμαι υπερβολικά, ζουρλαίνω, μουρλαίνω, παλαβώνω, εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι, το παρακάνω με κτ, προκαλώ την τύχη μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης abusar

κάνω κατάχρηση

verbo transitivo (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Meu tio está em tratamento porque ele abusa do álcool.
Ο θείος μου ακολουθεί θεραπευτική αγωγή καθώς κάνει κατάχρηση στο αλκοόλ.

καταχρώμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O político abusou do dinheiro do governo.
Ο πολιτικός καταχράστηκε κυβερνητικά χρήματα.

καταχρώμαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O ditador é acusado de abusar de seu poder.
Ο δικτάτορας κατηγορείται πως κάνει κατάχρηση της εξουσίας του.

κακομεταχειρίζομαι

verbo transitivo (usar erradamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, não abuse do teclado batendo nas teclas desse jeito.
Μην κακομεταχειρίζεσαι το πληκτρολόγιο χτυπώντας δυνατά τα πλήκτρα.

φορτώνω κτ σε κπ

verbo transitivo (informal) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O chefe do departamento abusou de Roger ao responsabilizá-lo por checar todas as figuras do relatório.

εκμεταλλεύομαι

(pessoa: vitimizar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pessoas que fazem bullying abusam dos fracos.
Οι νταήδες εκμεταλλεύονται τους αδύναμους.

φτάνω στα άκρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gastos generosos forçaram as finanças dele ao limite.

χρησιμοποιώ υπερβολική ποσότητα

verbo transitivo (υπερβολικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Το παράκανε με τη βαφή μαλλιών και τώρα τα μαλλιά της είναι ανοιχτό πορτοκαλί.

το παρακάνω

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Seu rosto está vermelho! Você abusou do sol hoje!
Το πρόσωπό σου είναι κόκκινο! Εκτέθηκες υπερβολικά στον ήλιο σήμερα.

είμαι υπερβολικός

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ήταν εντελώς υπερβολικός στον ρόλο του καουμπόι.

παρενοχλώ

verbo transitivo (abuso sexual)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Larry foi preso por assediar a filha de Tom.
Ο Λάρυ συνελήφθη γιατί παρενοχλούσε την κόρη του Τομ.

επιτίθεμαι σε κπ

Becky foi agredida enquanto andava pelo estacionamento isolado depois de escurecer.
Η Μπέκι έπεσε θύμα σεξουαλικής επίθεσης ενώ περπατούσε στο απόμερο πάρκινγκ μέσα στη νύχτα.

αναθέτω υπερβολικά πολλή δουλειά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γίνομαι φόρτωμα, γίνομαι βάρος

(καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Você tem certeza de que não se importa que eu fique outra noite? Eu não quero tirar vantagem.
Σίγουρα δε σε πειράζει να μείνω ακόμη ένα βράδυ; Δε θέλω να σου γίνομαι βάρος.

τη φέρνω

(μτφ, καθομ: σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκματελλεύομαι τη θέση μου

(declarar a autoridade de alguém)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι

(explorar, tirar vantagem de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γίνομαι βάρος σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ασχολούμαι υπερβολικά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζουρλαίνω, μουρλαίνω, παλαβώνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι

(explorar, tirar vantagem de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

το παρακάνω με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προκαλώ την τύχη μου

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του abusar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.