Τι σημαίνει το acabar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης acabar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του acabar στο πορτογαλικά.

Η λέξη acabar στο πορτογαλικά σημαίνει τελειώνω, χωρίζω, διαλύω, σταματώ, τελειώνω, υπέρτατος, εξελίσσομαι, καταλήγω, εκμηδενίζω, καταλήγω, τελειώνω, καταλήγω με κτ, καταλήγω να κάνω κτ, καταλήγω να κάνω κτ, ξεπετάω, ξεπετώ, τελειώνω, έχω τελειώσει με κτ, τελείωσα με κτ, -, καταλήγω, καταλήγω, διακόπτομαι, ξεμένω από κτ, τελειώνω μία σχέση, τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω, τελειώνω, χτυπάω, τελειώνω, τελειώνω, σβήνω, πεθαίνω, βάζω τέλος, τελειώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω, καταργώ κτ σταδιακά, ασκώ έντονη κριτική, καταργώ σταδιακά, καταργώ βαθμιαία, σταματάω, παύω, διακόπτομαι, τελειώνω, διαλύω, τελειώνω, έχω ξεμείνει από κτ, περνάω, περνώ, παρατάω, καταλήγω, ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από, κλείνω, τερματίζω, λήγω, εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω, εξαντλούμαι, διώχνω, σταματώ, προσγειώνομαι, εξαντλώ, τελειώνω, πίτσα, εξαλείφω, καταπνίγω, ξεριζώνω, κάνω σκόνη, σβήνω, κατατροπώνω, καταρρακώνω, γκρεμίζω, διαλύω, τα χώνω, καταρρακώνω, θα έχει άσχημη κατάληξη, τελειώνω, ξεσπάω σε κλάμματα, καταλήγω στα παλιοσίδερα, σκοτώνομαι, εξαφανίζω κάθε αμφιβολία, διαλύω κάθε αμφιβολία, χάνω τον ενθουσιασμό μου για κτ, βάζω τέλος σε κάτι, τελειώνω, πίνω, καταλήγω, καταναλώνω, τελειώνω, χρησιμοποιώ, μόλις, εμπόδιο, τελειώνω με, ολοκληρώνω τη βασική εκπαίδευση, εξαλείφω, εξαφανίζω, εξουδετερώνω,καταστρέφω, πίνω όλο, απαλλάσσομαι από, ξεφορτώνομαι, σβήνω, περιορίζω σταδιακά κτ, καταστρέφω, διαλύω, αποτελειώνω, ξεκάνω, στραγγίζω, χαντακώνω, θάβω, χαντακώνω, θάβω, κατατροπώνω, παίρνω τα σώβρακα, κόβω, κατατροπώνω, νικώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης acabar

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Minha aula acaba meio-dia.
Το μάθημά μου τελειώνει το μεσημέρι.

χωρίζω

(relacionamento)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O casal se separou após um relacionamento de três anos.
Το ζευγάρι χώρισε μετά από τρία χρόνια σχέσης.

διαλύω

(figurado, informal, relacionamento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele culpou a interferência constante da mãe por separar o casamento deles.
Κατηγορούσε τη μητέρα του ότι διέλυσε το γάμο τους με τις συνεχείς παρεμβάσεις της.

σταματώ

(figurado, briga) (τον καβγά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O professor se meteu e separou a briga entre os dois garotos.
Ο διευθυντής επενέβη και σταμάτησε τον καβγά των δύο αγοριών.

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Por favor, termine logo para nós podermos ir embora.
Τελείωνε σε παρακαλώ για να μπορέσουμε να φύγουμε.

υπέρτατος

verbo transitivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξελίσσομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ninguém sabe como este pequeno drama vai acabar.
Κανείς δεν ξέρει πως θα εξελιχθεί αυτό το μικρό δράμα.

καταλήγω

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se continuarmos a seguir esse caminho, acabaremos totalmente perdidos.
Αν συνεχίσουμε έτσι, θα καταλήξουμε να χαθούμε εντελώς.

εκμηδενίζω

(esporte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλήγω

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se não pararmos para pedir orientação, vamos acabar completamente perdidos.
Εάν δεν σταματήσουμε να ζητήσουμε οδηγίες θα καταλήξουμε εντελώς χαμένοι.

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se se permitir que os suprimentos médicos acabem, vidas serão postas em risco.
Εάν αφήσουμε τα ιατρικά αναλώσιμα να τελειώσουν θα κινδυνέψουν ζωές.

καταλήγω με κτ

verbo transitivo

Eu nunca teria ido pular de paraquedas se soubesse que iria acabar com uma perna quebrada.
Δεν θα έκανα ποτέ skydiving, αν ήξερα ότι θα κατέληγα με σπασμένο πόδι.

καταλήγω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Αν δεν βρω, σύντομα, δουλειά, ίσως καταντήσω να ζητιανεύω στο δρόμο.

καταλήγω να κάνω κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεπετάω, ξεπετώ

verbo transitivo (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Μπεν ξεπέταξε την εργασία.

τελειώνω

(relacionamento) (φέρνω σε τέλος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela acabou com o relacionamento deles após apenas dois meses.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μετά από την παρέμβαση τρίτης δύναμης, οι αντίπαλοι συμφώνησαν να λήξουν τις εχθροπραξίες.

έχω τελειώσει με κτ, τελείωσα με κτ

Acabei de empilhar as prateleiras, o que devo fazer a seguir?

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
O contrato de Sarah acabará no final do ano, então ela está procurando um novo emprego.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τέλειωσε ο χρόνος. Παρακαλώ δώστε μου τις απαντήσεις σας τώρα.

καταλήγω

(σε κάποιο αποτέλεσμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Onde tudo isso vai acabar?
Πού θα πάει αυτή η κατάσταση;

καταλήγω

(chegar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estávamos tentando chegar a Brighton, mas acabamos em Hastings.
Προσπαθούσαμε να φτάσουμε στο Μπράιτον, αλλά καταλήξαμε στο Χέιστινγκς.

διακόπτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A reunião vai acabar ao meio-dia

ξεμένω από κτ

(εγώ)

Os suprimentos da expedição estavam acabando e eles voltaram.

τελειώνω μία σχέση

(um relacionamento)

τελειώνω, ολοκληρώνω, αποτελειώνω

verbo transitivo (κάτι που ήταν στη μέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Acabe o relatório antes de ir para casa.
Ολοκλήρωσε την έκθεση πριν πας σπίτι.

τελειώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John terminou a refeição e, depois, saiu de casa.
Ο Τζον τελείωσε το γεύμα του κι έπειτα έφυγε από το σπίτι.

χτυπάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu acabei com o meu tornozelo jogando tênis.

τελειώνω

verbo transitivo (φτάνω στο τέλος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O concerto acabou com um concerto de violino de Mozart.
Η συναυλία έκλεισε με ένα κονσέρτο για βιολιά του Μότσαρτ.

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Devemos acabar com o assunto.

σβήνω, πεθαίνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O projeto acabou quando todos perderam o interesse nele.
Το έργο έσβησε όταν όλοι έχασαν το ενδιαφέρον τους.

βάζω τέλος

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A chuva destruiu nossos planos de jogar tênis.
Η βροχή έθεσε τέρμα στα σχέδιά μας να παίξουμε τένις.

τελειώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω

(figurado, irônico)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταργώ κτ σταδιακά

A Grã-Bretanha vai eliminar o uso de cheques como forma de pagamento até 2018.
Με την άνοδο των διαδικτυακών συναλλαγών, οι επιταγές καταργούνται σταδιακά ως μέσο πληρωμής.

ασκώ έντονη κριτική

(figurado, criticar duramente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το αφεντικό έχασε την αυτοκυριαρχία του και την είπε άσχημα στη γραμματέα του.

καταργώ σταδιακά, καταργώ βαθμιαία

(κάτι από κάτι)

σταματάω, παύω, διακόπτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vamos terminar e ir embora.

διαλύω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Matt e Glenda decidiram romper o noivado deles.
Ο Ματ και η Γκλέντα αποφάσισαν να διαλύσουν τον αρραβώνα τους.

τελειώνω

(esporte: acabar o jogo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω ξεμείνει από κτ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu tive que ir às compras porque estávamos completamente sem leite. // Estamos com pouco dinheiro porque meu marido está sem emprego há alguns meses.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έπρεπε να πάω για ψώνια μιας και είχαμε ξεμείνει εντελώς από γάλα.

περνάω, περνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aquela oportunidade já passou.

παρατάω

(relacionamento) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταλήγω

verbo transitivo (informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από

verbo transitivo (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para melhorar a qualidade do nosso leite, queríamos eliminar o uso de antibióticos nas nossas vacas.
Προκειμένου να βελτιώσουμε την ποιότητα του γάλακτος μας θέλουμε να απαλλαγούμε από τη χρήση αντιβιοτικών στις αγελάδες μας.

κλείνω, τερματίζω, λήγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω

verbo transitivo (ιδέα, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O desempenho dela no teste extinguiu (or: terminou, or: acabou) com seus planos de uma carreira jurídica.

εξαντλούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele estava doente há tanto tempo que sua vontade de viver se esgotou.
Ήταν άρρωστος για τόσο πολύ καιρό που η διάθεσή του να ζήσει τελικά εξαντλήθηκε.

διώχνω, σταματώ

verbo transitivo (figurado: saciar, extinguir) (μτφ: νεκρώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tome a aspirina. Ela vai matar a dor.
Πάρε μια ασπιρίνη. Θα διώξει (or: σταματήσει) τον πόνο.

προσγειώνομαι

(um soco, um tiro) (μτφ: για χτύπημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O soco do boxeador acabou na mandíbula do adversário.
Η γροθιά του πυγμάχου προσγειώθηκε στο σαγόνι του αντιπάλου.

εξαντλώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, pare de falar. Você está esgotando a minha paciência.

τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela acabou com a caixa de cereais e teve que abrir outra.
Τελείωσε το κουτί με τα δημητριακά και έπρεπε να ανοίξει ένα άλλο.

πίτσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os estudantes pedem duas pizzas toda sexta-feira à noite.
Οι φοιτητές παραγγέλνουν δύο πίτσες κάθε Παρασκευή βράδυ.

εξαλείφω, καταπνίγω, ξεριζώνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os padres da Inquisição Espanhola esperavam erradicar qualquer heresia.
Οι ιερείς της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης ήλπιζαν να εξαλείψουν κάθε αίρεση.

κάνω σκόνη

(αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A primeira vez que disputou, ele derrotou a concorrência e voltou para casa com a medalha de ouro.
Την πρώτη φορά που αγωνίστηκε σε αγώνα δρόμου έκανε σκόνη τους αντιπάλους του και επέστρεψε στο σπίτι με ένα χρυσό μετάλλιο.

σβήνω

(pessoa morrendo) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele se acabou lentamente e finalmente morreu naquela noite.
Έσβηνε αργά και τελικά πέθανε εκείνη τη νύχτα.

κατατροπώνω

(informal, esporte: derrotar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A outra equipe realmente nos castigou hoje!

καταρρακώνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γκρεμίζω, διαλύω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα χώνω

(figurado, informal) (αργκό, μτφ: σε κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταρρακώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A professora humilhou o aluno com uma réplica afiada.

θα έχει άσχημη κατάληξη

expressão

τελειώνω

expressão

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η μάχη είχε τελειώσει σε λιγότερο από τρεις ώρες.

ξεσπάω σε κλάμματα

expressão verbal (figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταλήγω στα παλιοσίδερα

expressão (ser descartado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκοτώνομαι

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você vai acabar morto se continuar dirigindo tão rápido! Se você dirige bêbado, pode acabar morto.
Θα σκοτωθείς αν συνεχίσεις να οδηγείς τόσο γρήγορα! Αν οδηγείς μεθυσμένος, μπορεί να σκοτωθείς.

εξαφανίζω κάθε αμφιβολία, διαλύω κάθε αμφιβολία

locução verbal (confirmar algo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η ολοκληρωμένη απάντηση που μου έδωσε διέλυσε κάθε μου αμφιβολία.

χάνω τον ενθουσιασμό μου για κτ

expressão (figurativo) (εγώ ο ίδιος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάζω τέλος σε κάτι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελειώνω, πίνω

(sua própria)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu esperava que ao pegar o metrô, eu acabasse no centro de Paris.
Παίρνοντας το μετρό ήλπιζα να καταλήξω στο κάντρο του Παρισιού.

καταναλώνω, τελειώνω, χρησιμοποιώ

(comer tudo, consumir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μόλις

(começar recentemente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εμπόδιο

(figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Οι ισχυρές βροχοπτώσεις ενδέχεται να αποτελέσουν εμπόδιο για την πραγματοποίηση του πρωινού αγώνα.

τελειώνω με

locução verbal (χρήση)

Você acabou com este jornal?
Τέλειωσες με την εφημερίδα;

ολοκληρώνω τη βασική εκπαίδευση

(soldado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
650 cadetes do Army Foundation College em Harrogate completaram o treinamento.
650 δόκιμοι από την στρατιωτική ακαδημία στο Χάρογκειτ ολοκλήρωσαν τη βασική τους εκπαίδευση.

εξαλείφω, εξαφανίζω, εξουδετερώνω,καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πίνω όλο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Πιες τον χυμό σου. Είναι ώρα να φύγουμε.

απαλλάσσομαι από, ξεφορτώνομαι

locução verbal (dispor de, matar tudo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω

expressão verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Um professor ruim acabou com o interesse de Hilary em escrita criativa.
Ένας κακός καθηγητής έσβησε το ενδιαφέρον της Χίλαρι για τη δημιουργική γραφή.

περιορίζω σταδιακά κτ

(gradualmente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταστρέφω, διαλύω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ser reprovado no exame acabou com as chances de Adrian entrar na universidade.
Η αποτυχία του Άντριαν στην εξέταση κατέστρεψε τις πιθανότητές του να μπει στο πανεπιστήμιο.

αποτελειώνω, ξεκάνω

(gíria, matar) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στραγγίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A humanidade está esgotando (or: exaurindo) todos os recursos naturais do planeta.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η Νάνσυ στράγγιξε τον τραπεζικό λογαριασμό της.

χαντακώνω, θάβω

(figurado, informal) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os críticos detonaram o novo filme do diretor.
Οι κριτικοί έθαψαν τη νέα ταινία του σκηνοθέτη.

χαντακώνω, θάβω

(figurado, informal) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os críticos detonaram o mais recente romance do autor.
Οι κριτικοί έθαψαν το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα.

κατατροπώνω

(figurado, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω τα σώβρακα

(gíria, figurado: derrotar) (αργκό, μτφ: κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατατροπώνω

(figurado, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

νικώ

(BRA, figurado, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του acabar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του acabar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.