Τι σημαίνει το accro στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης accro στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του accro στο Γαλλικά.

Η λέξη accro στο Γαλλικά σημαίνει ναρκομανής, εθισμένος, κολλημένος, εξάρτηση, εθισμένος, εξαρτημένος από κτ, εργασιομανής, μανιώδης αγοραστής, μανιώδης αγοράστρια, που είναι κολλημένος στον καναπέ, τηλεορασάκιας, έφηβος που ξέρει από υπολογιστές, -ικός, εθισμένος, εθισμένος, εξαρτημένος, εθιστικός, κολλημένος με κτ, φανατικός, που έχει εξάρτηση από κτ, εθίζομαι σε κτ, αυτός που παίρνει πολλά φάρμακα, εξαρτημένος, είμαι εξαρτημένος από κτ, έχω κολλήσει με κπ/κτ, θαλασσόλυκος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης accro

ναρκομανής

(argot)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

εθισμένος, κολλημένος

(σε δραστηριότητα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
C'est un accro de céramique : il ne cesse d'acheter des poteries et de la porcelaine.

εξάρτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben boit tellement dernièrement que ses amis craignent qu'il soit en train de développer une dépendance.
Ο Μπεν πίνει τόσο πολύ που οι φίλοι του φοβούνται ότι του έχει γίνει εξάρτηση.

εθισμένος

(εξαρτημένος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Guillaume est dépendant au tabac, à la cocaïne et à l'alcool.
Ο Ουίλλιαμ είναι εθισμένος στο τσιγάρο, το αλκοόλ και την κοκαΐνη.

εξαρτημένος από κτ

(familier)

Jan est devenu accro à l'héroïne.

εργασιομανής

(κάποιος που εργάζεται πολύ)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Sarah est une accro du travail (or: du boulot) qui reste tard au bureau presque tous les jours.

μανιώδης αγοραστής, μανιώδης αγοράστρια

(familier)

Rosemary va régulièrement au centre commercial parce qu'elle est accro au shopping.

που είναι κολλημένος στον καναπέ

(familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu deviens un molasson, tu devrais faire du sport !
Έχεις κολλήσει στην καναπέ. Πρέπει να κάνεις λίγη γυμναστική!

τηλεορασάκιας

(familier) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έφηβος που ξέρει από υπολογιστές

nom masculin et féminin (familier)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

-ικός

(familier)

εθισμένος

(familier)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Une cigarette et elle était devenue accro.
Εθίστηκε με ένα μόλις τσιγάρο.

εθισμένος, εξαρτημένος

adjectif (familier) (με εμμονή σε κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Elle est accro à une nouvelle série policière à la télé.
Είναι κολλημένη με μια νέα σειρά στην τηλεόραση για την εξιχνίαση εγκλημάτων.

εθιστικός

locution adjectivale (familier) (συνήθεια, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nombreux sont les gens qui trouvent que le yoga rend accro après un ou deux mois de pratique.

κολλημένος με κτ

(familier) (καθομ, μεταφορικά)

Dave est accro aux jeux vidéo depuis qu'il a huit ans.

φανατικός

(familier) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est un mordu de course automobile : il va à toutes les épreuves les plus prestigieuses.
Είναι φανατικός με τον ιππόδρομο: ταξιδεύει σε όλες τις μεγάλες ιπποδρομίες.

που έχει εξάρτηση από κτ

(familier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'accro au chocolat remplissait les tiroirs de son bureau de barres chocolatées.

εθίζομαι σε κτ

Il est devenu accro au nouveau jeu vidéo.

αυτός που παίρνει πολλά φάρμακα

(familier)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εξαρτημένος

(drogues) (από κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le patient est devenu dépendant à la morphine.
Ο ασθενής κατέληξε να έχει εξάρτηση στη μορφίνη.

είμαι εξαρτημένος από κτ

(familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω κολλήσει με κπ/κτ

(familier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θαλασσόλυκος

(familier) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του accro στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.