Τι σημαίνει το acreditar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης acreditar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του acreditar στο πορτογαλικά.
Η λέξη acreditar στο πορτογαλικά σημαίνει πιστεύω, πιστεύω, ευεπλιστώ, ελπίζω, πιστεύω, πιστεύω, πιστεύω, πιστεύω, ορκίζομαι σε κτ, πιστεύω, θεωρώ, θαυμάζω, πιστεύω, δέχομαι, κρίνω, πιστεύω, θεωρώ, στηρίζω τις ελπίδες μου σε κπ/κτ, νομίζω, πιστεύω, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω, πιστεύω σε κτ/κπ, έχω εμπιστοσύνη σε κπ, πιστεύω σε κτ, πιστεύω σε κτ, πιστεύω, πιστεύω, απίστευτος, υποψία, στο υπογράφω, πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα, κάνω κπ να πιστέψει, αρνούμαι να πιστέψω, πιστέυω, έχω πίστη στο Θεό, αρνούμαι να αποδεχτώ, θεωρώ, υποθέτω, αρνούμαι να πιστέψω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης acreditar
πιστεύωverbo transitivo (ter fé) (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu acredito que ele vai voltar como prometeu. Πιστεύω ότι θα γυρίσει, όπως υποσχέθηκε. |
πιστεύω(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu nunca acredito na previsão do tempo na TV. Ποτέ δεν πιστεύω το δελτίο καιρού της τηλεόρασης. |
ευεπλιστώ, ελπίζωverbo transitivo (να έγινε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Acredito que tenha se divertido. |
πιστεύωverbo transitivo (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Acredito que Deus existe. Πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει. |
πιστεύωverbo transitivo (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Acredito que não choverá amanhã, mas não estou seguro. Πιστεύω ότι δε θα βρέξει αύριο, αλλά δεν είμαι σίγουρη. |
πιστεύωverbo transitivo (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele disse ter visto e eu acredito nele. Είπε ότι το είδε και τον πιστεύω. |
πιστεύωverbo transitivo (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu acredito (or: confio) que meu problema com o tutor irá se resolver sozinho. |
ορκίζομαι σε κτverbo transitivo (μεταφορικά) |
πιστεύω, θεωρώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Acredito que eles são pessoas muito boas. Θεωρώ ότι είναι πολύ καλοί άνθρωποι. |
θαυμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele não podia acreditar no que viu. Ele apenas se espantou. |
πιστεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δέχομαι(acreditar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não posso aceitar sua justificativa, ela não faz sentido. Δεν μπορώ να δεχτώ τη δικαιολογία σου. Δεν είναι λογική. |
κρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você deve fazer o que julgar ser melhor. |
πιστεύω, θεωρώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στηρίζω τις ελπίδες μου σε κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νομίζω, πιστεύω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu acho (or: penso) que Tom virá conosco. Vou perguntar para ele. Νομίζω ότι ο Τομ θα έρθει μαζί μας. Θα τον ρωτήσω. |
θεωρώ, πιστεύω, νομίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele acredita que aquelas ações deveriam ser ilegais. |
πιστεύω σε κτ/κπ
Embora ela tenha dez anos, ainda acredita em contos de fadas. Αν και είναι 10 χρονών, πιστεύει ακόμα στις νεράιδες. |
έχω εμπιστοσύνη σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu acredito no novo primeiro ministro. |
πιστεύω σε κτ
|
πιστεύω σε κτ
Eu acredito em doar para instituições de caridade que mantêm seus custos administrativos no mínimo possível. Πιστεύω στο να γίνονται προσφορές σε φιλανθρωπίες, οι οποίες διατηρούν το διοικητικό τους κόστος σε ελάχιστα επίπεδα. |
πιστεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "Crê em Deus!" proclamou o pastor. «Να πιστεύεται στο Θεό!» διαλαλούσε ο ιεροκήρυκας. |
πιστεύω(figurado, informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred é tão inocente, ele engole tudo que você diz para ele. |
απίστευτοςexpressão verbal (δύσκολα πιστευτός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι όλο αυτό ήταν μόνο χωράφια κάποτε. |
υποψία(subsídios para acreditar) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στο υπογράφωinterjeição (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάνταlocução verbal (figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Είναι τόσο αφελής, που πιστεύει το οτιδήποτε! |
κάνω κπ να πιστέψειexpressão verbal (κάτι ή ότι/πως) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρνούμαι να πιστέψωexpressão verbal (rejeitar, estar relutante em aceitar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιστέυω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω πίστη στο Θεό
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αρνούμαι να αποδεχτώ(rejeitar, estar relutante em acreditar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αρνήθηκε να αποδεχτεί ότι η ασθένειά του ήταν ανίατη. |
θεωρώ, υποθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Acredito que a ministra vai renunciar depois deste incidente constrangedor. |
αρνούμαι να πιστέψωlocução verbal (ότι/πως) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του acreditar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του acreditar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.