Τι σημαίνει το acrescentar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης acrescentar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του acrescentar στο πορτογαλικά.
Η λέξη acrescentar στο πορτογαλικά σημαίνει προσθέτω, προσθέτω, προσθέτω, προσθέτω, προσθέτω, συσσωρεύομαι, προσθέτω, ενσωματώνω απαλά, ενσωματώνω απαλά, ενσωματώνω, επισυνάπτω, πολλαπλασιάζω, συμπληρώνω βιαστικά, προσθέτω, προσθέτω κτ χωρίς εσοχή, ανακατεύω, ρυθμίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης acrescentar
προσθέτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você tem alguma coisa a acrescentar ao debate? Έχεις να προσθέσεις κάτι στη συζήτηση; |
προσθέτω(κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O tempero acrescenta sabor à comida. Τα καρικεύματα προσθέτουν γεύση στο φαγητό. |
προσθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O tempero neste prato realmente acrescenta profundidade. |
προσθέτω(κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim planeja somar seu trabalho ao projeto. |
προσθέτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A família adicionou (or: acrescentou) uma extensão na casa. |
συσσωρεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προσθέτωverbo transitivo (σε ομιλία ή κείμενο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενσωματώνω απαλάverbo transitivo (culinária: ingredientes) (μαγειρική) Όταν έχουν ανακατευτεί καλά τα αυγά και το βούτυρο, ενσωματώστε απαλά το αλεύρι. |
ενσωματώνω απαλάverbo transitivo (culinária: ingredientes) (μαγειρική) |
ενσωματώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu gosto do relatório, mas você pode dar um jeito de inserir uma menção à contribuição do John? Μου αρέσει η αναφορά, αλλά θα μπορούσες κάπως να ενσωματώσεις μία μνεία στην συνεισφορά του Τζον; |
επισυνάπτω(κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James juntou o arquivo ao e-mail, então seu gerente poderia ver qual era o problema. Ο Τζέιμς επισύναψε το αρχείο στο email ώστε το αφεντικό του να μπορέσει να δει ποιο ήταν το πρόβλημα. |
πολλαπλασιάζω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμπληρώνω βιαστικά
|
προσθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσθέτω κτ χωρίς εσοχή(impressão) (στην τυπογραφία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανακατεύω(κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gary acrescentou um remédio para dormir a seu drinque antes de deitar. Ο Γκάρυ έβαλε στο ποτό του λίγο υπνωτικό πριν πάει για ύπνο. |
ρυθμίζωexpressão verbal (química) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του acrescentar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του acrescentar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.