Τι σημαίνει το adaptar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης adaptar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του adaptar στο πορτογαλικά.

Η λέξη adaptar στο πορτογαλικά σημαίνει προσαρμόζω, μεταφέρω, προσαρμόζω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ρυθμίζω, χρησιμοποιώ για άλλο σκοπό, παρουσιάζω, εναρμονίζω κτ με κτ, κάνω κπ/κτ να προσαρμοστεί σε κτ, εναρμονίζω, ακολουθώ, προσαρμόζομαι, προσαρμόζομαι, συμμορφώνομαι, ταιριάζω, τα καταφέρνω, ταιριάζω σε κτ, κάνω κπ να νιώσει άνετα, δέχομαι, προσαρμογή, αφομοίωση, μαθαίνω να τα βγάζω πέρα, εγκλιματίζομαι, εγκλιματίζομαι, προετοιμάζω κτ για τον χειμώνα, συνηθίζω να κάνω κτ, συνηθίζω, προσαρμόζομαι, συνηθίζω να κάνω κτ, προσαρμόζομαι, συνηθίζω, προσαρμόζομαι σύμφωνα με κτ, συνηθίζω σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης adaptar

προσαρμόζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O advogado adaptou o contrato para ajustar-se às novas necessidades do cliente.
Ο δικηγόρος προσάρμοσε το συμβόλαιο, ώστε να καλύπτει τις ανάγκες του νέου του πελάτη.

μεταφέρω

verbo transitivo (arte, mudança de linguagem)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O estúdio adaptou o romance para um filme.
Το στούντιο μετέφερε το μυθιστόρημα στον κινηματογράφο.

προσαρμόζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Podemos adaptar o treinamento para se adequar a suas necessidades.
Μπορούμε να προσαρμόσουμε την εκπαίδευση στις ανάγκες σου.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbo transitivo (música: letra)

O poema foi adaptado para música.

ρυθμίζω

(για βέλτιστη απόδοση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χρησιμοποιώ για άλλο σκοπό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εναρμονίζω κτ με κτ

verbo transitivo (συνήθως παθητική)

κάνω κπ/κτ να προσαρμοστεί σε κτ

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εναρμονίζω

(fazer compatível) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ακολουθώ

(μεταφορικά: κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Algumas crianças que recusam-se a enquadrar-se sofrem bullying de seus colegas.
Μερικά παιδιά που αρνούνται να ενσωματωθούν πέφτουν θύμα εκφοβισμού από τους συνομηλίκους τους.

προσαρμόζομαι

verbo pronominal/reflexivo (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pode ser desafiador adaptar-se a vida em uma cidade diferente.
Μπορεί να είναι δύσκολο να προσαρμοστεί κανείς στη ζωή σε μια διαφορετική πόλη.

προσαρμόζομαι

(σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dexter achou impossível ajustar-se a um trabalho de escritório.
Για τον Ντέξτερ ήταν αδύνατον να προσαρμοστεί σε δουλειά γραφείου.

συμμορφώνομαι

verbo pronominal/reflexivo (με απαιτήσεις, προδιαγραφές)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Com esse comportamento, ela nunca vai se adaptar aqui.
Με αυτήν τη συμπεριφορά δεν θα ταιριάξει ποτέ εδώ.

τα καταφέρνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Depois que ela ficou cega, demorou muito tempo para ela aprender a lidar com a sua cegueira.

ταιριάζω σε κτ

verbo pronominal/reflexivo

Quando Quinn se mudou para uma nova cidade, ela imediatamente se adaptou a sua nova escola de ensino médio.

κάνω κπ να νιώσει άνετα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Οι άλλοι μαθητές ήταν πολύ φιλικοί και βοήθησαν στο να κάνουν την Τζούλια να νιώσει άνετα.

δέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O cronograma deve ser capaz de acomodar mudanças de última hora.
Το πρόγραμμα πρέπει να μπορεί να επιδέχεται αλλαγές της τελευταίας στιγμής.

προσαρμογή, αφομοίωση

verbo pronominal/reflexivo

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαθαίνω να τα βγάζω πέρα

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εγκλιματίζομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εγκλιματίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προετοιμάζω κτ για τον χειμώνα

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Muitas pessoas preparam seus carros instalando pneus de neve.

συνηθίζω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνηθίζω

verbo pronominal/reflexivo (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσαρμόζομαι

verbo pronominal/reflexivo (mudar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνηθίζω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσαρμόζομαι, συνηθίζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσαρμόζομαι σύμφωνα με κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se você tiver quaisquer pedidos especiais, podemos nos ajustar a suas necessidades
Αν έχετε ειδικά αιτήματα, μπορούμε να προσαρμοστούμε σύμφωνα με τις ανάγκες σας.

συνηθίζω σε κτ

verbo pronominal/reflexivo (rotina) (ρουτίνα)

Mudei de emprego há algumas semanas e demorou um tempo para eu me adaptar à minha nova rotina.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του adaptar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.