Τι σημαίνει το acomodar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης acomodar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του acomodar στο πορτογαλικά.

Η λέξη acomodar στο πορτογαλικά σημαίνει χωράω, χωρώ, δέχομαι, φιλοξενώ, χωράω, κοιμίζω, χωράω, χωρώ, βάζω να καθίσει, φιλοξενώ, χαλαρώνω, κολλάω κτ σε κπ/κτ, φιλοξενώ, βάζω κπ να κοιμηθεί, φτιάχνω φωλιά για κτ, συνδυάζω, ταιριάζω, βολεύομαι, τακτοποιούμαι, βολεύομαι σε κτ, κάνω κπ να νιώσει άνετα, ακουμπώ, στηρίζομαι, εγκαθίσταμαι, συμβιβάζομαι, παρκάρω, βολεύομαι, αράζω, συνηθίζω σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης acomodar

χωράω, χωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A tenda não pode acomodar cinco.
Η σκηνή μπορεί να φιλοξενήσει πέντε άτομα.

δέχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O cronograma deve ser capaz de acomodar mudanças de última hora.
Το πρόγραμμα πρέπει να μπορεί να επιδέχεται αλλαγές της τελευταίας στιγμής.

φιλοξενώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben acomodou seu irmão enquanto ele estava na cidade.
Ο Μπεν φιλοξένησε τον αδελφό του, όσο αυτός ήταν στην πόλη.

χωράω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A casa de campo deles acomoda oito pessoas.
Το εξοχικό τους σπίτι χωράει οκτώ άτομα.

κοιμίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O quarto podia acomodar cinco pessoas.

χωράω, χωρώ

verbo transitivo (capacidade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta sala de conferências acomoda até quarenta pessoas.

βάζω να καθίσει

verbo transitivo (fazer sentar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O lanterninha nos acomodou na primeira fila.

φιλοξενώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O hotel não pode nos acomodar esta noite.
Το ξενοδοχείο δεν μπορεί να μας φιλοξενήσει σήμερα το βράδυ.

χαλαρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κολλάω κτ σε κπ/κτ

(figurado)

φιλοξενώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Teremos prazer em acomodar vocês na sua próxima vinda a Londres.
Με χαρά να σε φιλοξενήσουμε όταν ξαναέρθεις στο Λονδίνο.

βάζω κπ να κοιμηθεί

(σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Έβαλαν τους νεαρούς ταξιδιώτες να κοιμηθούν στο τελευταίο βαγόνι.

φτιάχνω φωλιά για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom aninhou os porquinhos-da-índia em um forro limpo.

συνδυάζω, ταιριάζω

(reunir por afinidade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Για να δω αν μπορώ να συνδυάσω (or: ταιριάξω) αυτά τα φλιτζάνια με κάποια παρόμοια πιατάκια.

βολεύομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τακτοποιούμαι

verbo pronominal/reflexivo (sentir-se confortável)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βολεύομαι σε κτ

verbo pronominal/reflexivo

κάνω κπ να νιώσει άνετα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Οι άλλοι μαθητές ήταν πολύ φιλικοί και βοήθησαν στο να κάνουν την Τζούλια να νιώσει άνετα.

ακουμπώ, στηρίζομαι

(figurado) (σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εγκαθίσταμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συμβιβάζομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não se acomode; o homem dos seus sonhos está por aí em algum lugar!

παρκάρω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele repousou as contas na poltrona e caiu no sono.

βολεύομαι, αράζω

verbo pronominal/reflexivo (estabelecer por um período de tempo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνηθίζω σε κτ

verbo pronominal/reflexivo (rotina) (ρουτίνα)

Mudei de emprego há algumas semanas e demorou um tempo para eu me adaptar à minha nova rotina.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του acomodar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.