Τι σημαίνει το afuera στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης afuera στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του afuera στο ισπανικά.

Η λέξη afuera στο ισπανικά σημαίνει έξω, έξω από, στην εξοχή, στην ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα, έξω, εξωτερικά, στο ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα, βγαίνω, έξω, φεύγω, πάω, έξω, εξωτερικά, έξω, έξω, εξωτερικά, έξω, έξω, προς τα έξω, έξω, εκεί έξω, στο εξωτερικό, εξωτερικός, εξωτερικό, έξω από, έξω από, έξω από, εξωτερικός, εξέχων, ξεθεωμένος, κατάκοπος, με στροφή προς τα έξω, δυνατά, εκτός πανεπιστημιούπολης, εξωτερική πλευρά, προσποίηση, κριτικός του καναπέ, εξωτερική τουαλέτα, αποκλείω, βγαίνω έξω για φαγητό, πηγαίνω για φαγητό, κλειδώνομαι απ' έξω, βγάζω έξω τη γάτα, τρώω έξω, απορρέω, τρέχω, στάζω, κοιτάω προς τα έξω, βλέπω προς τα έξω, κλειδώνω κπ έξω, κλείνω κπ/κτ έξω, εδώ έξω, εξωτερικά, κλειδώνω κπ έξω από κτ, κοιτάζω έξω, κλείνω κπ έξω, στο εξωτερικό του/της, πιο έξω, πιο πέρα, πιο μακριά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης afuera

έξω

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los niños están jugando fuera.
Τα παιδιά παίζουν έξω.

έξω από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fuera de la iglesia, nadie más apoya esa postura.

στην εξοχή, στην ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Como el tiempo estaba tan agradable decidimos cenar afuera.

έξω, εξωτερικά

adverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cuando sonó el timbre, los niños se fueron afuera, al patio de la escuela. Desde que me trasladé a España, paso afuera casi todo mi tiempo.
Ακούστηκε το σχολικό κουδούνι και τα παιδιά ξεχύθηκαν έξω στο προαύλιο. Από τότε που μετακόμισα στην Ισπανία περνάω το περισσότερο χρόνο μου έξω.

στο ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα

adverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Afuera hace sol.
Ο ήλιος βγήκε.

έξω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hay humo dentro de la casa y niebla afuera.

φεύγω, πάω

adverbio

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ya estoy afuera. Nos vemos después.

έξω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Voy un momento allá fuera a la cochera.
Πάω έξω στο γκαράζ.

εξωτερικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

έξω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se ha ido fuera a dar un paseo.
Βγήκε έξω για μια βόλτα.

έξω

(όχι σε κτήριο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Es estupendo estar fuera en un cálido día de primavera.

εξωτερικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El carcelero le preguntó al prisionero "¿Qué harás una vez fuera?".

έξω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era una noche salvaje y ventosa y había muy poca gente fuera.

έξω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¿Qué haces aquí? ¡Deberías estar al aire libre en un día tan lindo!
Τι κάνεις εδώ μέσα; Θα έπρεπε να είσαι έξω μια τέτοια υπέροχη μέρα!

προς τα έξω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Esta puerta se abre hacia fuera.
Αυτή η πόρτα ανοίγει προς τα έξω.

έξω, εκεί έξω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ponte un abrigo, ¡está helado afuera!

στο εξωτερικό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gladys rara vez ve a su hijo ahora que se mudó al extranjero.

εξωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El borde exterior del libro estaba rasgado.
Η εξωτερική γωνία του βιβλίου ήταν φθαρμένη.

εξωτερικό

Hay que pintar el exterior de la casa.
Το εξωτερικό του σπιτιού θέλει βάψιμο.

έξω από

locución preposicional

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Cuando salí fuera de la casa, me encontré con que llovía.
Όταν βγήκα από την εξώπορτα ανακάλυψα ότι βρέχει.

έξω από

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La bola cayó fuera del campo y el otro equipo tomó el control.
Η μπάλα έπεσε εκτός της πλευρικής γραμμής και η άλλη ομάδα απέκτησε τον έλεγχο.

έξω από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La pelota cayó fuera de la cancha.
Η μπάλα προσγειώθηκε έξω από το γήπεδο.

εξωτερικός

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El pitcher lanzó una curva hacia afuera y apenas cruzó la placa de home.

εξέχων

(ángulo) (γωνία)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Esta figura forma un ángulo saliente.

ξεθεωμένος, κατάκοπος

locución adverbial (AR) (αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hoy trabaje 12 horas y estoy con la lengua afuera.
Δούλεψα 12 ώρες σήμερα και είμαι ξεθεωμένος.

με στροφή προς τα έξω

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los ventanales están curvados hacia afuera para que entre más luz.

δυνατά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dios mío, ¿dije eso en voz alta? Creí haberlo dicho para mis adentros.
Θεέ μου, το είπα δυνατά αυτό; Ήταν απλώς μια σκέψη.

εκτός πανεπιστημιούπολης

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξωτερική πλευρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Asegúrate de lavar los jeans con la parte de afuera hacia adentro para evitar que se destiñan.

προσποίηση

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sus políticas de apoyo a las familias pobres son algo más que pura palabrería.

κριτικός του καναπέ

expresión (κρίνει χωρίς να ενεργεί)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estoy cansado de los que critican desde afuera pero que nunca se comprometen, ni se ponen a trabajar para tratar de arreglar las cosas.

εξωτερική τουαλέτα

αποκλείω

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τα τελευταία σχόλια της πολιτικού δυστυχώς απέκλεισαν την προοπτική μιας ειρηνικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών.

βγαίνω έξω για φαγητό, πηγαίνω για φαγητό

locución verbal (almuerzo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Comamos todos afuera para celebrar tu cumpleaños.

κλειδώνομαι απ' έξω

locución verbal (sin las llaves)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En cuanto cerré la puerta, me di cuenta de que me había quedado afuera, había dejado las llaves en la mesa adentro de la casa.
Με το που έκλεισα την πόρτα συνειδητοποίησα πως είχα κλειδωθεί απ' έξω. Είχα αφήσει τα κλειδιά μου μέσα, πάνω στο τραπέζι.

βγάζω έξω τη γάτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No te olvides hacer salir al gato antes de acostarte esta noche.

τρώω έξω

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No quiero cocinar así que calculo que comeremos afuera.
Δε θέλω να μαγειρέψω επομένως θα φάμε έξω.

απορρέω, τρέχω, στάζω

locución verbal (για υγρά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un líquido de un olor hediondo se filtra hacia afuera por la unión de las cañerías.

κοιτάω προς τα έξω, βλέπω προς τα έξω

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puso el cartel de "cerrado" mirando para afuera, y bajó las persianas.

κλειδώνω κπ έξω

Comencé a darle golpes a la puerta cuando me di cuenta de que él me había dejado fuera del apartamento.
Όταν συνειδητοποίησα ότι με είχε κλειδώσει απέξω, άρχισα να χτυπάω την πόρτα.

κλείνω κπ/κτ έξω

La puerta se cierra a las diez. Al que llegue tarde lo dejaremos afuera.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Νάνση πάντα κλείνει την γάτα έξω τη νύχτα.

εδώ έξω

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Déjame entrar, ¡hace frío acá afuera! Vamos a asar el cerdo acá afuera.
Άσε με να μπω, κάνει κρύο εδώ έξω! Θα ψήσουμε το γουρούνι εδώ έξω.

εξωτερικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κλειδώνω κπ έξω από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dennis tenía la costumbre de volver tarde, así que Sheila lo dejó fuera de la casa para darle una lección.
Ο Ντένις πάντα αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι. Έτσι, η Σίλα τον κλείδωσε έξω, για να τον συμμορφώσει.

κοιτάζω έξω

Si miras hacia afuera, puedes ver el océano.
Αν κοιτάξεις έξω απ' το παράθυρο, μπορείς να δεις τον ωκεανό.

κλείνω κπ έξω

Bill dejó afuera al perro.

στο εξωτερικό του/της

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le encargaron al artista pintar un mural en la parte de fuera del edificio.
Ανατέθηκε στον καλλιτέχνη να ζωγραφίσει μια τοιχογραφία στο εξωτερικό του κτιρίου.

πιο έξω, πιο πέρα, πιο μακριά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Para que este país se desarrolle debe mirar hacia el exterior.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του afuera στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.