Τι σημαίνει το agarrar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης agarrar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του agarrar στο ισπανικά.

Η λέξη agarrar στο ισπανικά σημαίνει πιάνω, κρατάω, κρατώ, πιάνω, κολλάω, μαθαίνω, γράπωμα, άρπαγμα, πιάνω, πιάνομαι, παίρνω, κρατάω, κρατώ, γραπώνω, αρπάζω, αρπάζω, παίρνω, σφίγγω, αρπάζω, πιάνω, κρατάω, κρατώ, πιάνω, πιάνω, αρπάζω, κρατάω, κρατώ, αντιλαμβάνομαι, συλλαμβάνω, αρπάζω, κρατάω γερά, κρατάω σφιχτά, καταλαβαίνω, κρατάω, μπαίνω στο νόημα, παίρνω, αρπάζω, κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, πιάνω, παίρνω, αρπάζω, με πιάνει, σφίγγω, πιάνω, καμακώνω, παίρνω, μαζεύω, πιάνω, αρπάζω, αρπάζω, κυριεύομαι από κτ, καταλαμβάνομαι από κτ, αρπάζω,πιάνω, καταλαβαίνω, φασώνομαι, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, πιάνω, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, αρπάζω κρύωμα, έρχομαι ξαφνικά, εμφανίζομαι ξαφνικά, προσπαθώ να αρπάξω, προσπαθώ να πιάσω, καρύδωμα, βρίσκω ρυθμό, έρχομαι ξαφνικά/απότομα, καταλαβαίνω, κατανοώ, αρπάζω, κρατάω, πιάνω, πιάνω κπ απροετοίμαστο, παίζω κπ, βγαίνω να τα πιω, πάω να τα πιω, πιάνω στα πράσα, κρατάω γερά, κρατιέμαι από κτ, πιάνω στα πράσα, κάνω τσακωτό, πείθω, χωρισμός, πάω από την άλλη, ελίσσομαι, πείθω κπ για κτ, πείθω κπ να κάνει κτ, παιδεύομαι με κτ, συλλαμβάνω εγκληματία κατόπιν καταδίωξης, πιάνω κπ στον ύπνο, μπουζουριάζω, αρπάζω, πιάνω με τσιμπίδα, κυριεύω, πιάνω από το γιακά, αρπάζω από το γιακά, στήνω ενέδρα σε κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης agarrar

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jason la agarró por la muñeca.
Ο Τζέισον την έπιασε από τον καρπό.

κρατάω, κρατώ, πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anna agarró al raqueta firmemente y se metió en la cancha de tenis.
Η Άννα κρατούσε γερά τη ρακέτα όταν μπήκε στο γήπεδο του τένις.

κολλάω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maria estaba preocupada de que su hijo adquiriera malos hábitos de los otros chicos de la escuela.
Η Μαρία ανησυχούσε ότι ο γιος της κόλλαγε κάποιες κακές συνήθειες από τα άλλα αγόρια στο σχολείο.

μαθαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andy aprendió sus habilidades de cocina cuando trabajaba en el restaurante de su padre.
Ο Άντυ απέκτησε τις μαγειρικές του ικανότητες ενώ δούλευε στο εστιατόριο του πατέρα του.

γράπωμα, άρπαγμα

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιάνομαι

verbo transitivo (coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lo agarraron fumando y lo pusieron en penitencia por una semana.
Πιάστηκε να καπνίζει και τιμωρήθηκε για μία εβδομάδα. Πιάστηκε να επιστρέφει κρυφά στο σπίτι χθες το βράδυ.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella agarró el dinero y corrió a la tienda.
Πήρε τα λεφτά και έτρεξε στο μαγαζί.

κρατάω, κρατώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella siempre agarra a su niño de la mano para cruzar la calle.
Κρατά το χέρι του παιδιού της όταν περνούν το δρόμο.

γραπώνω, αρπάζω

(εκείνη τη στιγμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike agarró su bolso fuertemente en el metro.
Ο Μάικ κρατούσε γερά την τσάντα του, όταν ήταν στο μετρό.

αρπάζω

(rápidamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen agarró las llaves de la mesa y salió corriendo.

παίρνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Preparé algunos panfletos, siéntanse libres de agarrar.
Ετοίμασα μερικά ενημερωτικά φυλλάδια σε έντυπη μορφή. Πάρτε ελεύθερα.

σφίγγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Victor agarró las manos de Mona.
Ο Βίκτωρ έσφιγγε τα χέρια της Μόνα.

αρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ladrón agarró mi cartera y se fue corriendo.
Ο ληστής άρπαξε την τσάντα μου και έφυγε τρέχοντας.

πιάνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Espero que la lila agarre porque me encantaría tener un seto de lilas.

κρατάω, κρατώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Podrías agarrar esta caja por mí un momento?

πιάνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel se las arregló para agarrar la mesa al lado de la ventana.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Agarra fuerte la carga, y asegúrate de que no sea demasiado pesada antes de levantarla.

αρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy agarró el brazo de Eduardo.
Η Νάνσι άρπαξε το χέρι του Έντουαρντ.

κρατάω, κρατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El niño sujetaba la mano de su madre mientras cruzaban la calle.

αντιλαμβάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le comenté que él había envenenado a su esposa con arsénico, pero ella no lo captó.
Της είπα ότι δηλητηρίασε τη γυναίκα του με αρσενικό, αλλά αυτή δεν το αντιλήφθηκε.

συλλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía capturó al sospechoso del asesinato.
Η αστυνομία συνέλαβε τον ύποπτο για τον φόνο.

αρπάζω

(ES)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Liz cogió el balón y corrió hacia la portería.
Η Λιζ άρπαξε την μπάλα και έτρεξε προς το τέρμα.

κρατάω γερά, κρατάω σφιχτά

La anciana aferró su bolso mientras cruzaba la calle.
Η ηλικιωμένη γυναίκα κρατούσε γερά την τσάντα της, καθώς διέσχιζε το δρόμο.

καταλαβαίνω

(coloquial, figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No estoy segura de haberlo pillado todo, pero entendí la mayoría.

κρατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Tenle los brazos así deja de pegarme!
Κράτα τα χέρια του για να σταματήσει να με χτυπάει!

μπαίνω στο νόημα

(informal) (καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Al principio la película no tenía sentido para mí, pero después de un rato la fui pillando.
Στην αρχή η ταινία μου φαινόταν παράλογη, μα μετά από λίγο μπήκα στο νόημα.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tomo el autobús para el trabajo todos los días.
Παίρνω το λεωφορείο για να πάω καθημερινά στη δουλειά.

αρπάζω

(ES)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él cogió los diamantes y salió corriendo.
Άρπαξε τα διαμάντια τράπηκε σε φυγή.

κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gerald no podía captar el concepto complicado que su maestro trataba de explicar.
Ο Τζέραλντ δεν μπορούσε να κατανοήσει την πολύπλοκη έννοια που προσπαθούσε να εξηγήσει ο δάσκαλός του.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tomó su brazo y lo empujó hacia ella.
Έπιασε το μπράτσο του και τον τράβηξε προς το μέρος της.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρπάζω

(ES)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él cogió mi mano y me sacó de ahí.
Άρπαξε το χέρι μου και με τράβηξε μακριά.

με πιάνει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No entiendo qué me dio, pero no puedo parar de llorar.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν ξέρω τι με έπιασε αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω.

σφίγγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me apretaron los brazos y empezaron a tirar.
Άρπαξαν (or: γράπωσαν) τα μπράτσα μου και άρχισαν να τραβούν.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kyle atrapó una mosca en el aire porque lo estaba molestando.

καμακώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brad pescó un pez en el estanque.

παίρνω, μαζεύω, πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom se llevó el premio.

αρπάζω

(oportunidad) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kyra aprovechó la oportunidad de representar a su escuela en la conferencia.

αρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siendo una gran fanática de la banda, Stella aprovechó la oportunidad de verlos en concierto.

κυριεύομαι από κτ, καταλαμβάνομαι από κτ

(coloquial) (μεταφορικά)

Le entró (or: dio) un antojo de alcachofas.
Την έπιασε ξαφνικά επιθυμία για αγκινάρες.

αρπάζω,πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El Sr. Jones agarró a Mark del cuello y lo arrastró a lo del director.
Ο κ. Τζόουνς άρπαξε (or: έπιασε) τον Μαρκ από το κολάρο και τον έσυρε να δει τον διευθυντή.

καταλαβαίνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φασώνομαι

(αργκό, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary rápidamente entendió de lo que estaba hablando David.
Η Μαίρη αντιλήφθηκε (or: κατάλαβε) γρήγορα αυτό που έλεγε ο Ντέιβιντ.

πιάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No sujetes (or: agarres) ese vaso. Podrías dejarlo caer.
Μην πιάνεις αυτό το βάζο. Μπορεί να σου πέσει.

τραβάω, τραβώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Charlie tiraba de la manga de su madre para llamar su atención.

τραβάω, τραβώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Charlie tiraba de la manga de su madre para llamar su atención.

αρπάζω κρύωμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si sales con esta lluvia y sin abrigo, te resfriarás.

έρχομαι ξαφνικά, εμφανίζομαι ξαφνικά

Mejor que empieces a trabajar ahora, no dejes que la fecha de entrega te sorprenda.
Καλύτερα να ξεκινήσεις να δουλεύεις τώρα. Μην αφήσεις την προθεσμία να σε βρει απροετοίμαστο.

προσπαθώ να αρπάξω, προσπαθώ να πιάσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nancy manoteó la punta de la cuerda, pero no consiguió agarrarla.

καρύδωμα

locución verbal (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βρίσκω ρυθμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η Γουέντι δούλευε λίγο αργά στην αρχή, αλλά όταν πια βρήκε ρυθμό έκανε μεγάλη πρόοδο.

έρχομαι ξαφνικά/απότομα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La noticia del noviazgo de Tomás y Anita me agarró desprevenido.

καταλαβαίνω, κατανοώ

(ES, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hay que leer varias veces las obras filosóficas para pillarles el sentido.
Τα φιλοσοφικά έργα πρέπει να τα διαβάσει κανείς πολλές φορές για να τα καταλάβει.

αρπάζω, κρατάω, πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιάνω κπ απροετοίμαστο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίζω κπ

locución verbal (CR, coloquial) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγαίνω να τα πιω, πάω να τα πιω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιάνω στα πράσα

locución verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατάω γερά

(κυριολεκτικά)

La mujer agarró firmemente su bolso mientras caminaba apurada por la calle oscura.

κρατιέμαι από κτ

πιάνω στα πράσα, κάνω τσακωτό

locución verbal (figurado, haciendo algo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πείθω

(AR)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωρισμός

locución verbal (coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Su alcoholismo hizo que agarraran cada uno por su lado.

πάω από την άλλη

locución verbal (coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Juan se fue para el banco y yo agarré para el otro lado, a la oficina de correos.

ελίσσομαι

locución verbal (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Marco es difícil de agarrar en el campo, parece cerdo engrasado.

πείθω κπ για κτ

(AR)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πείθω κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gareth enganchó a Mike para ir a escalar con él.

παιδεύομαι με κτ

(καθομιλουμένη)

Neil agarró con torpeza las llaves y casi se le caen.

συλλαμβάνω εγκληματία κατόπιν καταδίωξης

(κυριολεκτικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Finalmente, la policía capturó al ladrón fuera de la casa de cambio.
Οι αστυνομικοί συνέλαβαν τελικά τον κλέφτη κατόπιν καταδίωξης έξω από το χρηματιστήριο.

πιάνω κπ στον ύπνο

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπουζουριάζω

(jerga) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía cazó a su sospechoso por la mañana temprano.

αρπάζω

(κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιάνω με τσιμπίδα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυριεύω

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los agarró la mala suerte.

πιάνω από το γιακά, αρπάζω από το γιακά

(κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Luke agarró del cuello a su hermano y lo sacó de la habitación.

στήνω ενέδρα σε κπ/κτ

(AmL)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του agarrar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.