Τι σημαίνει το agotado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης agotado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του agotado στο ισπανικά.

Η λέξη agotado στο ισπανικά σημαίνει που έχουν εξαντληθεί, sold out, κουρασμένος, ξεθεωμένος, ξεκωλωμένος, ξεπατωμένος, ξεθεωμένος, κλαταρισμένος, εξαντλημένος, πτώμα, λιώμα, χώμα, ξεθεωμένος, κατάκοπος, μισοπεθαμένος, που έχει τελειώσει, που δεν υπάρχει στο απόθεμα, που έχει κουραστεί, εξουθενωμένος, εξουθενωμένος, εξαντλημένος, κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, εξουθενωμένος, καταπονημένος, κουρασμένος, ξεθεωμένος, εξαντλημένος, εξουθενωμένος, αποκαμωμένος, ταλαιπωρημένος, κουρασμένος, εξαντλημένος, καχεκτικός, ισχνός, που έχει εξαντληθεί, εξαντλημένος, ταλαιπωρημένπος, καταπονημένος, εξαντλημένος, κουρασμένος, που έχει μειωθεί, εξουθενωμένος, εξαντλημένος, καταβεβλημένος, υπερβολικά κουρασμένος, γεμάτος, sold out, εξουθενωμένος, πτώμα, λιώμα, κουρασμένος, κουρασμένος, μη διαθέσιμος, που τελείωσε, που εξαντλήθηκε, που έχει παλιώσει, εξαντλώ, στερεύω, εξουθενώνω, κουράζω, εξαντλώ, καίω, χρησιμοποιώ, εξαντλώ, εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι, κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ, φτάνω κτ στο όριο, εξαντλώ, εξαντλώ, εξαντλώ, κουράζω, εξαντλώ, ξοδεύω, δαπανώ, αδειάζω, τρώω, στραγγίζω, τελειώνω, χρησιμοποιώ, καταναλώνω, κάνω κπ/κτ να τα φτύσει, που δεν έχει καταναλωθεί, εξαντλώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης agotado

που έχουν εξαντληθεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No pudimos ir al concierto porque las entradas estaban agotadas.
Δεν μπορούσαμε να πάμε στην συναυλία επειδή τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί.

sold out

adjetivo

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La banda tiene tres conciertos agotados en Londres.
Το συγκρότημα θα δώσει τρεις sold out συναυλίες στο Λονδίνο.

κουρασμένος, ξεθεωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ξεκωλωμένος, ξεπατωμένος, ξεθεωμένος, κλαταρισμένος

(αργκό: πολύ κουρασμένος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εξαντλημένος

(δεν υπάρχει πια)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πτώμα, λιώμα, χώμα

adjetivo (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Caminé sólo ocho kilómetros pero se sienten como veinte, ¡estoy agotado!
Έκανα μόνο πέντε μίλια πεζοπορία, αλλά νιώθω σαν να ήταν πάνω από είκοσι. Είμαι πτώμα.

ξεθεωμένος, κατάκοπος

(αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hoy trabajé 12 horas y estoy agotado.
Δούλεψα 12 ώρες σήμερα και είμαι ξεθεωμένος.

μισοπεθαμένος

adjetivo (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
David continuó escalando, aunque estaba agotado por el esfuerzo tenía que llegar a la cima.

που έχει τελειώσει, που δεν υπάρχει στο απόθεμα

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lo siento, el CD que busca está agotado.

που έχει κουραστεί

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξουθενωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εξουθενωμένος, εξαντλημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, εξουθενωμένος, καταπονημένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Caminamos muchos kilómetros; estoy demasiado agotada como para seguir.
Περπατάμε μίλια· είμαι πολύ κουρασμένος για να συνεχίσω. Ο Τζόι ήταν εξουθενωμένος μετά από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά.

κουρασμένος, ξεθεωμένος, εξαντλημένος, εξουθενωμένος, αποκαμωμένος

participio pasado

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Estoy completamente agotada, me urgen vacaciones, o por lo menos tomarme unos días.

ταλαιπωρημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Una anciana agotada me pidió algo de dinero.

κουρασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εξαντλημένος

adjetivo (όχι άλλη δύναμη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Los desafíos de la vida han dejado a Chloe agotada y pesimista.

καχεκτικός, ισχνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las imágenes de televisión de los cuerpos agotados de las víctimas de la hambruna hicieron que empezaran a llover donaciones.
Οι εικόνες που προβάλλονταν στην τηλεόραση με τα καχεκτικά σώματα των θυμάτων του λιμού προκάλεσαν μια πλημμύρα από δωρεές.

που έχει εξαντληθεί

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξαντλημένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Amanda estaba agotada después de la carrera.

ταλαιπωρημένπος, καταπονημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Bueno doctor, últimamente me vengo sintiendo lánguido y bastante agotado.

εξαντλημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Karen había estado corriendo mucho rato y estaba exhausta.
Η Κάρεν είχε πάει για τρέξιμο και ήταν εξαντλημένη.

κουρασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Los niños cansados se fueron a la cama.
Τα κουρασμένα παιδιά πήγαν για ύπνο.

που έχει μειωθεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los suministros de agua potable están seriamente mermados.

εξουθενωμένος, εξαντλημένος, καταβεβλημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

υπερβολικά κουρασμένος

γεμάτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi cuaderno ya está completo, debería comprar otro.

sold out

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Se prevé que el concierto va estar lleno, por lo que compra pronto tus entradas.

εξουθενωμένος

(figurado)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πτώμα, λιώμα

(coloquial, figurado) (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
He venido caminando y estoy rota.

κουρασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
John suspiró cansado.

κουρασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μη διαθέσιμος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Según el sitio web, el abrigo que quería ordenar no está disponible.

που τελείωσε, που εξαντλήθηκε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La harina fue usada anoche cuando hicimos pan.

που έχει παλιώσει

(μεταφορικά: λόγω επανάληψης)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξαντλώ, στερεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El duro trabajo físico estaba empezando a agotar las fuerzas de Martin.
Η σκληρή σωματική εργασία είχε αρχίσει να εξαντλεί τις δυνάμεις του Μάρτιν.

εξουθενώνω, κουράζω, εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ruidosa multitud agotó a Kim, quien llegó exhausta a casa.

καίω, χρησιμοποιώ, εξαντλώ

verbo transitivo (ενέργεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Con la caminata agoté toda mi energía.

εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cada vez que le cuido los niños ellos me agotan.

κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El trabajo duro te agotará si no te tomas descansos.
Η σκληρή δουλειά θα σε εξουθενώσει εάν δεν κάνεις διαλείμματα.

φτάνω κτ στο όριο

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gastó tanto que pensé que había agotado su tarjeta de crédito.

εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El grupo había agotado sus reservas de leña y ahora todos tenían frío.
Η ομάδα είχε εξαντλήσει τα εφόδια καυσόξυλων και όλοι είχαν αρχίσει να κρυώνουν.

εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los dos hombres habían agotado los temas de conversación, así que se sentaron en silencio.
Οι δύο άντρες είχαν εξαντλήσει όλα τα θέματα συζήτησης, οπότε κάθονταν σιωπηλοί.

εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor deja de hablar, estás agotando mi paciencia.

κουράζω

(a alguien)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La caminata había cansado a Agatha, así que se fue a la cama temprano.
Η πεζοπορία κούρασε την Αγκάθα και έτσι πήγε για ύπνο νωρίς.

εξαντλώ, ξοδεύω, δαπανώ

(recursos) (πηγές, ενέργεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hemos gastado una gran cantidad de tiempo y esfuerzo en este proyecto.

αδειάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nos terminamos toda la botella de vino tinto.

τρώω

(figurado) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Usar 4G se come la batería del teléfono.

στραγγίζω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy drenó su cuenta de banco.
Η Νάνσυ στράγγιξε τον τραπεζικό λογαριασμό της.

τελειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella acabó (or: terminó) los cereales y tuvo que abrir otra caja.
Τελείωσε το κουτί με τα δημητριακά και έπρεπε να ανοίξει ένα άλλο.

χρησιμοποιώ, καταναλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Ya acabé con toda mi ropa limpia de la semana!
Χρησιμοποίησα όλα τα καθαρά ρούχα της εβδομάδας!

κάνω κπ/κτ να τα φτύσει

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που δεν έχει καταναλωθεί

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξαντλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La clase de gimnasia agotó a Rachel.
Το μάθημα γυμναστικής εξάντλησε τη Ρέιτσελ.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του agotado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.