Τι σημαίνει το agradável στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης agradável στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του agradável στο πορτογαλικά.

Η λέξη agradável στο πορτογαλικά σημαίνει ευχάριστος, πρόσχαρος, ευχάριστος, ευχάριστος, ωραίος, ευχάριστος, ευχάριστος, ευχάριστος, απολαυστικός, ευχάριστος, καλός, ευχάριστος, ήρεμος, χαλαρός, φιλικός, χαλαρός, ευχάριστος, κατάλληλος για, ήπιος, ευχάριστος, ευχάριστος, απολαυστικός, που είναι εύκολο να αρέσει, που γίνεται εύκολα συμπαθής, ευχάριστος, δουλοπρεπής, καλός, γλυκός, απαλός, ευγενικός, ευχάριστος, κατάλληλος, ωραίος, καλός, ευγενικός, προσηνής, καταδεχτικός, ευγενικός, ευχάριστος, άνετος, εύκολος, ξεκούραστος, εύθυμος, ευδιάθετος, χαρωπός, κεφάτος, όμορφος, ωραίος, οικείος, καλός, ωραίος, υπέροχος, θεσπέσιος, εξαιρετικός, ευχάριστος, διασκεδαστικός, ευχάριστος στην αφή, αισθητικά ευχάριστος, εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος, αναπάντεχα, ευχάριστη παρέα, ευχάριστο ταξίδι, μοσχοβολάω, μυρίζω ωραία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης agradável

ευχάριστος, πρόσχαρος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Catherine é muito agradável. Ela sempre sorri e dá "oi!".
Η Κάθριν είναι πολύ ευχάριστη· πάντα χαμογελάει και χαιρετάει.

ευχάριστος

adjetivo (clima)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Não fez muito calor hoje, mas esteve ensolarado, muito agradável de fato.

ευχάριστος, ωραίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nós tivemos uma noite muito agradável.
Περάσαμε μια πολύ ευχάριστη βραδιά.

ευχάριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Maddy foi contratada por causa de suas excelentes qualificações e voz agradável ao telefone.
Η Μάντυ προσελήφθη λόγω των εξαιρετικών προσόντων της και της ευχάριστης φωνής της στο τηλέφωνο.

ευχάριστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι αγοραστές βρίσκουν ότι οι χαμηλές μας τιμές και το εύκολο παρκάρισμα είναι ένας ευχάριστος συνδυασμός.

ευχάριστος

adjetivo (de boa leitura)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απολαυστικός, ευχάριστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O apartamento está situado em um bairro agradável.
Το διαμέρισμα βρίσκεται σε ωραία γειτονιά.

ευχάριστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A visita do filho que emigrou para a Austrália foi uma agradável surpresa para o casal de idosos.
Η επίσκεψη του γιο τους που είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για το ηλικιωμένο ζευγάρι.

ήρεμος, χαλαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O restaurante era agradável e calmo, um bom lugar para conversar.
Το εστιατόριο ήταν χαλαρό και ήρεμο, γεγονός που το καθιστούσε καλό μέρος για να συζητήσεις.

φιλικός, χαλαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Meu velho amigo e eu tivemos tempo para uma conversa agradável.
Ο παλιός μου φίλος και εγώ είχαμε χρόνο για μια εγκάρδια συζήτηση.

ευχάριστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατάλληλος για

adjetivo

O médico contratou alguém agradável para o trabalho de recepcionista.
Ο γιατρός προσέλαβε κάποιον κατάλληλο για τη θέση στην υποδοχή.

ήπιος

adjetivo (temperatura)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O clima agradável da Califórnia atrai muita gente.

ευχάριστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευχάριστος, απολαυστικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Glenn passou uma tarde agradável na companhia de seus amigos.
Ο Γκλεν πέρασε ένα ευχάριστο βράδυ με τη συντροφιά των φίλων του.

που είναι εύκολο να αρέσει, που γίνεται εύκολα συμπαθής

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Τα κομμάτια στο νέο τους cd είναι όλα συμπαθητικά - και όλα ξεχνιούνται εύκολα.

ευχάριστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δουλοπρεπής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Temos tido um clima tão agradável ultimamente.
Τελευταία έχουμε πολύ καλό καιρό.

γλυκός

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A banda tocava uma melodia doce.
Το συγκρότημα έπαιξε μια γλυκιά μελωδία.

απαλός

(som)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O restaurante tinha música agradável tocando ao fundo.
Το εστιατόριο έπαιζε απαλή μουσική στο βάθος.

ευγενικός, ευχάριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O sorriso gentil de Catherine fazia com que todos gostassem dela.

κατάλληλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A família finalmente achou um lugar conveniente para o piquenique deles.
Η οικογένεια τελικά βρήκε ένα κατάλληλο μέρος για το πικνίκ της.

ωραίος, καλός

(tempo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se amanhã fizer tempo bom, nós vamos à praia.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Σήμερα θα είναι μια ωραία ημέρα. Δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό!

ευγενικός, προσηνής, καταδεχτικός

adjetivo (αβρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευγενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Όλοι λένε ότι είναι τόσο γλυκός στη ζωή όσο είναι και στην οθόνη.

ευχάριστος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άνετος, εύκολος, ξεκούραστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εύθυμος, ευδιάθετος, χαρωπός, κεφάτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όμορφος, ωραίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οικείος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλός, ωραίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O tempo está bom hoje.
Ο καιρός είναι καλός (or: ωραίος) σήμερα.

υπέροχος, θεσπέσιος, εξαιρετικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A comida do restaurante era requintada.

ευχάριστος, διασκεδαστικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kate teve um dia divertido no mercado.

ευχάριστος στην αφή

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αισθητικά ευχάριστος

Eu gosto daquele jardim, acho o contraste entre as curvas e as linhas retas esteticamente agradável.

εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναπάντεχα

(figurativo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ευχάριστη παρέα

(pessoa agradável de conviver)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευχάριστο ταξίδι

(experiência de viagem agradável)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μοσχοβολάω, μυρίζω ωραία

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του agradável στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.