Τι σημαίνει το along with στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης along with στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του along with στο Αγγλικά.

Η λέξη along with στο Αγγλικά σημαίνει μαζί με, επιπρόσθετα, επιπλέον, μαζί με, τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά με, συμφωνώ με κτ, στηρίζω, τα πηγαίνω καλά με κπ, προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης along with

μαζί με, επιπρόσθετα, επιπλέον

preposition (in addition to)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Students need to budget for accommodation, along with the cost of tuition.
Οι φοιτητές πρέπει να μαζέψουν χρήματα για τη διαμονή κι επιπλέον για το κόστος των διδάκτρων.

μαζί με

preposition (together with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vicky went to the night club, along with her friend Cheryl.
Η Βίκη πήγε στο νυχτερινό κέντρο μαζί με τη φίλη της τη Σέριλ.

τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά με

phrasal verb, transitive, inseparable (be friends)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I get along very well with my mother-in-law.
Τα πηγαίνω πολύ καλά με την πεθερά μου.

συμφωνώ με κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (permit, consent to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I usually just go along with what she says to avoid any arguments.
Συνήθως πάω πάσο σε ό,τι κι αν λέει για ν' αποφύγω τους καυγάδες.

στηρίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (support, agree with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel is happy to go along with Harry's suggestion.
Η Ρέιτσελ θα στηρίξει με χαρά την πρόταση του Χάρυ.

τα πηγαίνω καλά με κπ

(UK, informal, figurative (get on well with)

The two men come from two different cultures, but they rub along with each other.

προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός

adjective (informal (affable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jim is a friendly guy who is easy to get along with.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του along with στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.