Τι σημαίνει το along στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης along στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του along στο Αγγλικά.

Η λέξη along στο Αγγλικά σημαίνει κατά μήκος, στο πλάι, μαζί, παρακάτω, παραπέρα, -, -, έρχομαι, κινούμαι γρήγορα, παίρνω μαζί μου, φέρνω μαζί μου, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, παίρνω μαζί μου, φέρνω, ρίχνω τρεχάλα, πατάω τρεχάλα, ρίχνω τρεχαλητό, περπατώ βαριά, περπατώ αργά, περπατώ βαριά σε κτ, περπατώ αργά σε κτ, προχωράω, προχωρώ, εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, μπαίνω, πηγαίνω μαζί, πηγαίνω μαζί με κπ, έρχομαι μαζί με κπ, σέρνω μαζί,κουβαλάω, τα πάω καλά, τα καταφέρνω, προοδεύω, προχωρώ, φεύγω, τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά με, τα βγάζω πέρα χωρίς, προχωρώ, εξελίσσομαι, συμφωνώ, δέχομαι, συμφωνώ με κτ, στηρίζω, εμφανίζομαι τυχαία, βοηθώ, χωλαίνω,κουτσαίνω, τα κουτσοκαταφέρνω, τα φέρνω βόλτα, κουτσαίνω, βιάζομαι, επισπεύδω, επιταχύνω, κάνω να βιαστεί, κουτσαίνω, χωλαίνω, κινούμαι αργά και με προσπάθεια, σέρνομαι, προχωρώ, τραβάω το δρόμο μου, δίνω, συνοδεύω, το συνεχίζω, πάω με τα νερά κπ, βάζω τα δυνατά μου, φεύγω, κινούμαι πάνω σε ρόδες, προχωρώ αργά και σταθερά, τα πάω καλά, τα πηγαίνω καλά με κπ, τα καταφέρνω με δυσκολία, τα βγάζω πέρα με δυσκολία, τα καταφέρνω με δυσκολία, τα βγάζω πέρα με δυσκολία, τραγουδώ μαζί με κάποιον άλλο, συνοδεύω τραγουδώντας, παραπλανώ, έχω κπ στο περίμενε, μεταφέρω, κουβαλάω, κινούμαι ομαλά, ακολουθώ, πηγαίνω πρίμα, εξαρχής, από την αρχή, κατά μήκος, κατά μήκος, κατά μήκος, του ίδιου είδους, κατά μήκος, στη διαδρομή, στη διαδρομή, στη πορεία, με αυτόν τον τρόπο, με παρόμοιο τρόπο, παρόμοιος, παρεμφερής, μαζί με, επιπρόσθετα, επιπλέον, μαζί με, τρέχω, σκαμπανεβάζω, επιπλέω, φεύγω γρήγορα, τρέχω, πιέζω, Άντε!, παρασέρνομαι, παρασύρομαι, ζω χωρίς σκοπό, προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός, προχωρώ προσεκτικά, Άντε από δω!, Άντε από δω!, δεν τα πάω καλά, συρόμενος, συρόμενο παιχνίδι, αμέσως, χωρίς δισταγμό, πήγαινε, πλέω κατά μήκος, τσουλάω, τσουλώ, τρέχω, τρέχω, προχωράω γρήγορα, προχωράω βιστικά, περπατάω γρήγορα, περπατάω βιαστικά, ομαδικό τραγούδι, τρέχω, παίζω κπ, που τον κοροϊδεύουν, που τον εξαπατούν, παίρνω κπ/κτ μαζί μου, φορητός, φορητός, τρέχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης along

κατά μήκος

preposition (following the length of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A fence runs along the river for safety.
Υπάρχει ένας φράχτης κατά μήκος του ποταμού, για ασφάλεια.

στο πλάι

preposition (running next to)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
My dog likes to run along the path as I ride by. While walking along the road, Anna found a gold ring.

μαζί

adverb (accompanying)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
When Joe goes to the shops, his sister likes to come along too.
Όταν ο Τζο πηγαίνει στα μαγαζιά, θέλει κι η αδερφή του να πηγαίνει μαζί.

παρακάτω, παραπέρα

adverb (further down)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The bank is a little way along this road.
Η τράπεζα βρίσκεται λίγο πιο κάτω (or: πιο πέρα) σε αυτόν τον δρόμο.

-

adverb (continuity) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I was walking along when I saw an accident.

-

adverb (to this place) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The bus came along just when it was starting to rain.
Το λεωφορείο έφτασε ακριβώς μόλις ξεκίνησε να βρέχει.

έρχομαι

phrasal verb, intransitive (informal (arrive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κινούμαι γρήγορα

phrasal verb, intransitive (travel quickly)

παίρνω μαζί μου, φέρνω μαζί μου

phrasal verb, transitive, separable (carry or take: to a given place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This is not a private dinner so please invite your friends and bring along a bottle of wine.
Δεν πρόκειται για ιδιωτικό γεύμα, επομένως σας παρακαλώ προσκαλέστε τους φίλους σας και φέρτε ένα μπουκάλι κρασί μαζί σας.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (advance unevenly)

You could bump along with this old model until you are ready to upgrade.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

phrasal verb, intransitive (jolt, bounce)

παίρνω μαζί μου, φέρνω

phrasal verb, transitive, separable (bring)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω τρεχάλα, πατάω τρεχάλα, ρίχνω τρεχαλητό

phrasal verb, intransitive (informal (move or progress at a fast pace) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I saw you running on 5th Street... you were clipping along!

περπατώ βαριά, περπατώ αργά

phrasal verb, intransitive (trudge, walk heavily)

περπατώ βαριά σε κτ, περπατώ αργά σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (trudge along: a road, etc.)

προχωράω, προχωρώ

phrasal verb, intransitive (informal (progress)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My history project is coming along nicely.
Η εργασία που κάνω για την ιστορία προχωράει καλά.

εμφανίζομαι

phrasal verb, intransitive (appear, arrive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Suddenly, two buses came along at the same time.
Ξαφνικά, κατέφτασαν δύο λεωφορεία την ίδια στιγμή.

εμφανίζομαι, μπαίνω

phrasal verb, intransitive (figurative (enter [sb]'s life)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was 30 when Jason came along and changed my life forever.
Ήμουν 30 χρονών, όταν εμφανίστηκε στη ζωή μου ο Τζέισον και την άλλαξε μια για πάντα.

πηγαίνω μαζί

phrasal verb, intransitive (accompany, go with)

Jack and I are going to the movies this afternoon; you can come along if you like.
Εγώ κι ο Τζακ θα πάμε το απόγευμα στον κινηματογράφο. Μπορείς να έρθεις μαζί μας, αν θέλεις.

πηγαίνω μαζί με κπ, έρχομαι μαζί με κπ

(accompany)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nancy came along with us to the park.
Η Νάνσι ήρθε μαζί μας στο πάρκο.

σέρνω μαζί,κουβαλάω

phrasal verb, transitive, separable (force to accompany)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you drag your son along to church he will only resent it.

τα πάω καλά

phrasal verb, intransitive (informal (be friends)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My friends and I get along very well.
Οι φίλοι μου κι εγώ τα πάμε πολύ καλά.

τα καταφέρνω

phrasal verb, intransitive (informal (cope)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After she went blind, it took her a long time to learn how to get along without vision.

προοδεύω, προχωρώ

phrasal verb, intransitive (informal (progress)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In my profession, you aren't going to get along without the support and help of more experienced people.
Στο επάγγελμά μου δεν πρόκειται να πας μπροστά χωρίς τη στήριξη και βοήθεια άλλων πιο έμπειρων.

φεύγω

phrasal verb, intransitive (leave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have to get along now; it's been nice chatting to you.

τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά με

phrasal verb, transitive, inseparable (be friends)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I get along very well with my mother-in-law.
Τα πηγαίνω πολύ καλά με την πεθερά μου.

τα βγάζω πέρα χωρίς

phrasal verb, transitive, inseparable (not need) (δεν χρειάζομαι, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can get along without luxuries in this economy.

προχωρώ, εξελίσσομαι

phrasal verb, intransitive (move, advance) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Until yesterday, things had been going along quite nicely. We were going along at about 30 mph.
Μέχρι χθες, τα πράγματα εξελίσσονταν αρκετά καλά. Προχωράμε με περίπου 30 μίλια την ώρα.

συμφωνώ, δέχομαι

phrasal verb, intransitive (informal, figurative (consent, comply)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jeff wanted Rita to help him prank Martin, but she refused to go along.
Ο Τζεφ ήθελε να τον βοηθήσει η Ρίτα για να κάνει πλάκα στον Μάρτιν, αλλά εκείνη δεν δέχτηκε.

συμφωνώ με κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (permit, consent to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I usually just go along with what she says to avoid any arguments.
Συνήθως πάω πάσο σε ό,τι κι αν λέει για ν' αποφύγω τους καυγάδες.

στηρίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (support, agree with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel is happy to go along with Harry's suggestion.
Η Ρέιτσελ θα στηρίξει με χαρά την πρόταση του Χάρυ.

εμφανίζομαι τυχαία

phrasal verb, intransitive (arrive somewhere by chance)

βοηθώ

phrasal verb, transitive, separable (give assistance to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χωλαίνω,κουτσαίνω

phrasal verb, intransitive (walk with a limp)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Although it was painful he was able to hobble along with the help of a cane.

τα κουτσοκαταφέρνω, τα φέρνω βόλτα

phrasal verb, intransitive (figurative (manage with difficulty) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have $60 to last me till the end of the month, but somehow I'll manage to hobble along.

κουτσαίνω

phrasal verb, intransitive (limp when walking)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βιάζομαι

phrasal verb, intransitive (rush, go quickly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hurry along now, you kids aren't supposed to be in here.

επισπεύδω, επιταχύνω

phrasal verb, transitive, separable (speed [sth] up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω να βιαστεί

phrasal verb, transitive, separable (make [sb] rush)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κουτσαίνω, χωλαίνω

phrasal verb, intransitive (literal (walk with a hobble) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The poor disabled soldier limped along the sidewalk because of his war injury.

κινούμαι αργά και με προσπάθεια, σέρνομαι

phrasal verb, intransitive (figurative (proceed slowly and unevenly) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The project has hit unexpected difficulties and is just limping along at the moment.

προχωρώ

phrasal verb, intransitive (advance, go forward)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The train was moving along at great speed.
Το τρένο προχωρούσε με μεγάλη ταχύτητα.

τραβάω το δρόμο μου

phrasal verb, intransitive (leave, go on your way)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The officer told the boys to move along.
Ο αξιωματικός είπε στα αγόρια να τραβήξουν τον δρόμο τους.

δίνω

phrasal verb, transitive, separable (hand round, circulate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please pass along these hints for healthy living.

συνοδεύω

phrasal verb, intransitive (music: play accompaniment) (κπ με μουσικό όργανο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joanna sang while Keith played along on the guitar.
Η Τζοάνα τραγουδούσε ενώ ο Κιθ τη συνόδευε με την κιθάρα.

το συνεχίζω

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (feign co-operation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Leo wanted me to join in when he pranked our teacher, but I refused to play along.
Ο Λίο ήθελε να συμμετέχω όταν έκανε φάρσα στον δάσκαλό μας, αλλά αρνήθηκα να το συνεχίσω.

πάω με τα νερά κπ

(figurative, informal (feign co-operation with) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I don't always do what my mother suggests, but I play along with her plans to make her happy.

βάζω τα δυνατά μου

phrasal verb, intransitive (struggle to succeed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The team played badly at first, but they pushed along and won the game.

φεύγω

phrasal verb, intransitive (UK, informal (leave, go)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κινούμαι πάνω σε ρόδες

phrasal verb, intransitive (move on wheels)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car was rolling along smoothly.

προχωρώ αργά και σταθερά

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (progress smoothly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Everything seems to be rolling along without any problems.

τα πάω καλά

phrasal verb, intransitive (UK, informal, figurative (get on well)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα πηγαίνω καλά με κπ

(UK, informal, figurative (get on well with)

The two men come from two different cultures, but they rub along with each other.

τα καταφέρνω με δυσκολία, τα βγάζω πέρα με δυσκολία

phrasal verb, intransitive (succeed with difficulty)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα καταφέρνω με δυσκολία, τα βγάζω πέρα με δυσκολία

phrasal verb, intransitive (barely have money to survive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τραγουδώ μαζί με κάποιον άλλο, συνοδεύω τραγουδώντας

phrasal verb, intransitive (accompany vocally)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραπλανώ

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (mislead)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The scammers strung Wilson along with promises of a one-third share in a $50 million windfall.

έχω κπ στο περίμενε

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (keep waiting) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John's been stringing Janet along for three years, but he won't marry her.

μεταφέρω, κουβαλάω

phrasal verb, transitive, separable (carry, transport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Debris from the street was swept along by the wind.

κινούμαι ομαλά

phrasal verb, intransitive (move smoothly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ακολουθώ

phrasal verb, intransitive (informal (accompany [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My younger brother always wanted to tag along.
Ο μικρότερος αδερφός μου ήθελε πάντα να με ακολουθεί.

πηγαίνω πρίμα

phrasal verb, intransitive (figurative (run without problems) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξαρχής, από την αρχή

adverb (the whole time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She knew about the surprise party all along.
Γνώριζε για το πάρτι έκπληξη από την αρχή.

κατά μήκος

preposition (alongside)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
There were willow trees all along the river banks.
Υπήρχαν ιτιές κατά μήκος της όχθης του ποταμού.

κατά μήκος

preposition (UK (along the length of, next to)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

κατά μήκος

preposition (all along, alongside)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She had strung miniature lights along the length of the patio for the party.
Είχε κρεμάσει μικροσκοπικά φωτάκια κατά μήκος της αυλής για το πάρτυ.

του ίδιου είδους

expression (similar to)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You want purple wallpaper? I was thinking more along the lines of beige.

κατά μήκος

expression (the length of, beside)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We built a retaining wall along the side of the terrace.

στη διαδρομή

adverb (over a route)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We're driving to the mountains, but will stop for coffee along the way.
Οδηγούμε προς τα βουνά, αλλά θα σταματήσουμε για καφέ στη διαδρομή.

στη διαδρομή, στη πορεία

adverb (figurative (in course of events) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Their marriage has lasted 40 years, with a lot of ups and downs along the way.
Ο γάμος τους κράτησε 40 χρόνια, με πολλά σκαμπανεβάσματα στην πορεία.

με αυτόν τον τρόπο, με παρόμοιο τρόπο

expression (in this way)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

παρόμοιος, παρεμφερής

expression ([sth]: of this kind)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαζί με, επιπρόσθετα, επιπλέον

preposition (in addition to)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Students need to budget for accommodation, along with the cost of tuition.
Οι φοιτητές πρέπει να μαζέψουν χρήματα για τη διαμονή κι επιπλέον για το κόστος των διδάκτρων.

μαζί με

preposition (together with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vicky went to the night club, along with her friend Cheryl.
Η Βίκη πήγε στο νυχτερινό κέντρο μαζί με τη φίλη της τη Σέριλ.

τρέχω

(hurry) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The little old lady beetled off to her card game.

σκαμπανεβάζω

intransitive verb (used in compounds (move up and down: on water)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The toy boat bobbed along on the surface of the lake.

επιπλέω

(float, move on water)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω γρήγορα

intransitive verb (figurative, slang (move very quickly)

Nelson angrily bombed off for home.

τρέχω

(UK (travel quickly) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car was bucketing along the road.

πιέζω

transitive verb (UK (hurry or harass)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Άντε!

interjection (hurry)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Come along! We don't want to be late!

παρασέρνομαι, παρασύρομαι

(be carried) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The tumbleweed drifted along, pushed by a soft prairie breeze.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι κορμοί των δέντρων παρασύρθηκαν από το ορμητικό ρεύμα του ποταμού.

ζω χωρίς σκοπό

(figurative (live without purpose) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gary drifts along without any purpose; he'll never amount to anything.

προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός

adjective (informal (affable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jim is a friendly guy who is easy to get along with.

προχωρώ προσεκτικά

intransitive verb (proceed tentatively)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Άντε από δω!

interjection (UK, informal (expressing disbelief)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You expect me to believe that? Get along!

Άντε από δω!

interjection (UK, informal (expressing disbelief)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Brett really said that? Get along with you!

δεν τα πάω καλά

verbal expression (not be friends) (με κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My sister and I never really got along when we were growing up.

συρόμενος

adjective (able to be pulled)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συρόμενο παιχνίδι

noun (toy for pulling)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αμέσως

adverb (without delay)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You might have missed that bus, but another one will be right along.
Μπορεί να έχασες το λεωφορείο αλλά θα έρθει αμέσως και άλλο.

χωρίς δισταγμό

adverb (without questioning, hesitation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The man walked away and the dog went right along with him.

πήγαινε

interjection (informal (go)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

πλέω κατά μήκος

(boat, ship: move across water)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boat sailed along the coast of Brazil for several weeks.

τσουλάω, τσουλώ

(informal, figurative (move fluidly, glide) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bicycling is easy when a tail wind lets me sail along without pedaling.

τρέχω

intransitive verb (hurry along)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The little boy scurried along to keep up with his brother.

τρέχω

intransitive verb (insect: crawl quickly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A beetle scuttled along the rail.

προχωράω γρήγορα, προχωράω βιστικά, περπατάω γρήγορα, περπατάω βιαστικά

intransitive verb (person: move hurriedly)

ομαδικό τραγούδι

noun (group singing session) (σε εκδηλώσεις, γιορτές κλπ.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τρέχω

(travel rapidly) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We watched all the German cars speeding along on the Autobahn.

παίζω κπ

verbal expression (figurative, informal (mislead [sb]) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που τον κοροϊδεύουν, που τον εξαπατούν

adjective (figurative, informal (person: misled)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω κπ/κτ μαζί μου

(take with you)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you're going to the swimming pool, your little brother's bored; why not take him along?

φορητός

noun ([sth] portable, can be taken with you)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φορητός

adjective (portable, can be taken with you)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρέχω

(informal (move quickly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του along στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του along

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.