Τι σημαίνει το ansiar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ansiar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ansiar στο πορτογαλικά.
Η λέξη ansiar στο πορτογαλικά σημαίνει λαχταράω, λαχταρώ, λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ, ενθουσιάζομαι για κτ, λαχταράω, λαχταρώ, λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ, λαχταράω, λαχταρώ, λαχταράω, λαχταρώ, πεθαίνω, λαχταρώ, ποθώ, λαχταρώ, ποθώ, πεθαίνω για κτ, λαχταρώ, ποθώ, ανυπομονώ, δεν κρατιέμαι, ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία, λαχταράω, λαχταρώ, διψάω για κτ, λαχταράω, ποθώ, λαχταρώ, επιθυμώ, λαχταράω, λαχταρώ, λαχταρώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ansiar
λαχταράω, λαχταρώ(formal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ(να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A menininha sentou-se silenciosamente em sua carteira, mas ela desejava sair e brincar no sol. Το κοριτσάκι κάθισε ήσυχο στο θρανίο του, όμως λαχταρούσε να βγει έξω να παίξει στη λιακάδα. |
ενθουσιάζομαι για κτverbo transitivo As crianças estão ansiosas para visitar o zoológico amanhã. |
λαχταράω, λαχταρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A comida da escola não era ruim, mas Kevin ansiava pela comida de sua mãe. Το φαγητό στο σχολείο δεν ήταν κακό, αλλά ο Κέβιν λαχταρούσε το φαγητό της μητέρας του. |
λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan ansiava por férias após estar no trabalho em um barco de pesca por um mês. Ο Νταν λαχταρούσε διακοπές μετά από ένα μήνα που εργαζόταν σε ένα αλιευτικό σκάφος. |
λαχταράω, λαχταρώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Helen ansiava pelo homem com o qual ela não podia estar. Η Χέλεν λαχταρούσε τον άνδρα, με τον οποίον δεν μπορούσε να είναι μαζί. |
λαχταράω, λαχταρώverbo transitivo (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando está frio assim, eu anseio por ir às Bahamas. Όταν κάνει τόσο κρύο, λαχταρώ να πάω στις Μπαχάμες. |
πεθαίνωverbo transitivo (μτφ: να κάνω κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sasha ansiava deixar sua cidade natal. Η Σάσα πεθαίνει να φύγει από τη γενέτειρά της. |
λαχταρώ, ποθώverbo transitivo (desejar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele ansiava estar de volta para casa com sua família. Anseio em viajar, mas não tenho dinheiro ou tempo para fazer isto. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Λαχταρούσε (or: Ποθούσε) να γυρίσει στο σπίτι με την οικογένειά του. |
λαχταρώ, ποθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Míriam ansiava por Jake tomá-la nos braços e dizer que a amava. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Λαχταρούσε να την πάρει στην αγκαλιά του και να της πει ότι την αγαπάει. |
πεθαίνω για κτ(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Anseio por uma xícara de chá. |
λαχταρώ, ποθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A Branca de Neve ansiava pelo dia em que seu príncipe chegaria. |
ανυπομονώ(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eu estou me coçando para as férias de verão chegarem. Ανυπομονώ να έρθουν οι διακοπές του καλοκαιριού! |
δεν κρατιέμαι(figurado) (καθομιλουμένη, μτφ: να κάνω κτ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eu estou me coçando para te contar a fofoca sobre Mandy... Δεν κρατιέμαι να σου πω το κουτσομπολιό για τη Μάντυ... |
ανυπομονώ για κτ, περιμένω κτ με ανυπομονησία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu espero ansiosamente pelo dia em que poderei me dar ao luxo de me aposentar. Περιμένω με ανυπομονησία τη μέρα που θα μπορώ να βγω στη σύνταξη. |
λαχταράω, λαχταρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Depois de 8 anos na Áustria, Lena estava saudosa de casa. Μετά από πολλά χρόνια στο εξωτερικό, ο Μπομπ λαχταρούσε την πατρίδα του. |
διψάω για κτ(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λαχταράω(desejo ardente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ποθώ, λαχταρώ, επιθυμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Micah esteve ansiando por um bagel de mirtilo o dia inteiro. |
λαχταράω, λαχταρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel ainda anseia pela promoção. |
λαχταρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ansiar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του ansiar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.