Τι σημαίνει το ansioso στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ansioso στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ansioso στο πορτογαλικά.

Η λέξη ansioso στο πορτογαλικά σημαίνει αγχωμένος, αισθάνομαι αγχωμένος, ανυπομονώ, πρόθυμος να κάνει κτ, ανυπομονώ, σε αγωνία, τσιτωμένος, σε αναμμένα κάρβουνα, θέλω να κάνω κτ, διψάω, αγχωμένος, τσιτωμένος, ανήσυχος, ανυπόμονος, που έχει αγχωθεί, που επιθυμεί, γουστάρω, ενθουσιάζομαι, αγχωμένος, τσιτωμένος, ανυπόμονος, πρόθυμος, ενθουσιασμένος, εκστασιασμένος, γεμάτος επιθυμία, γεμάτος λαχτάρα, ανυπόμονος να κάνει κτ, ξετρελαίνομαι, αισθάνομαι αγχωμένος για κτ, στρεσάρω, αγχώδης σε υπερβολικό βαθμό, πολύ πρόθυμος, υπερβολικά πρόθυμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ansioso

αγχωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sou uma pessoa ansiosa; Tenho dificuldades para relaxar.

αισθάνομαι αγχωμένος

adjetivo

A pianista ficou ansiosa antes de seu primeiro concerto no Carnegie Hall.
Η πιανίστρια ένιωθε αγχωμένη πριν από το πρώτο της κονσέρτο στο Κάρνετζι Χολ.

ανυπομονώ

adjetivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os ávidos fãs estavam ansiosos para conhecer sua autora favorita.
Οι φανατικοί θαυμαστές ανυπομονούσαν να συναντήσουν τον αγαπημένο τους συγγραφέα.

πρόθυμος να κάνει κτ

adjetivo (συνήθως για καθήκον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estou ansioso para te mostrar a minha casa nova.

ανυπομονώ

adjetivo (βιασύνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estou ansioso pela primavera depois de ter ficado encurralado dentro de casa o inverno todo.
Ανυπομονώ να έρθει η άνοιξη, αφού είχα κλειστεί στο σπίτι όλο τον χειμώνα.

σε αγωνία

adjetivo

τσιτωμένος

(αργκό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σε αναμμένα κάρβουνα

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέλω να κάνω κτ

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu estou ansioso para ir a um festival de rock alguma hora durante o verão.
Έχω όρεξη να πάω σε ένα φεστιβάλ ροκ μουσικής κάποια στιγμή μέσα στο καλοκαίρι.

διψάω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O time estava ansioso por uma vitória e jogou com bastante garra.

αγχωμένος, τσιτωμένος, ανήσυχος, ανυπόμονος

(tenso, ansioso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει αγχωθεί

(ansioso, tenso)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που επιθυμεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os rostos desejosos das crianças derreteram o coração do tio e ele comprou sorvete para eles.

γουστάρω

(καθομ: επιθυμία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενθουσιάζομαι

(figurado, exaltado) (θετικό συναίσθημα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αγχωμένος, τσιτωμένος

(estressado, ansioso)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ανυπόμονος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As crianças sentaram-se ansiosas enquanto ele contou a história.
Τα παιδιά κάθονταν ανυπόμονα ενώ τους έλεγε την ιστορία.

πρόθυμος

(ansioso para fazer algo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενθουσιασμένος, εκστασιασμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

γεμάτος επιθυμία, γεμάτος λαχτάρα

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Ela lançou um olhar de desejo para o último pedaço de chocolate.
Έριξε μια ματιά γεμάτη λαχτάρα στο τελευταίο κομμάτι σοκολάτας.

ανυπόμονος να κάνει κτ

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estamos impacientes para saber se sua inscrição foi aceita.
Ανυπομονούμε να μάθουμε αν η αίτησή μας έγινε αποδεκτή.

ξετρελαίνομαι

adjetivo (με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Τα παιδιά ξετρελάθηκαν πραγματικά με την υπόσχεση ενός ταξιδιού στην «Disney World».

αισθάνομαι αγχωμένος για κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Claire está ansiosa por causa da consulta com o dentista amanhã.

στρεσάρω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Υπάρχει πολλή δουλειά τώρα και αυτό με στρεσάρει.

αγχώδης σε υπερβολικό βαθμό

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πολύ πρόθυμος, υπερβολικά πρόθυμος

adjetivo

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ansioso στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.