Τι σημαίνει το apagado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης apagado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apagado στο ισπανικά.

Η λέξη apagado στο ισπανικά σημαίνει ήσυχος, σιωπηλός, αμίλητος, σβησμένος, off, μουντός, μουντός, θαμπός, άψυχος, άτονος, απαλός, σιγανός, κλείσιμο, μουντός, θαμπός, άνευρος, άτονος, χαλασμένος, απαλός, μετριασμένος, σβηστός, -, αφώτιστος, που μειώνεται, αποκαρδιωμένος, σβήνω, -, σβήνω, κλείνω, κλείνω, σβήνω, σβήνω, κλείνω, σβήνω, κλείνω, σβήνω, σβήνω φλόγα/κερί, σβήνω, σβήνω, σβήνω, σβήνω, σβήνω, κλείνω, σβήνω, σβήνω, σβήνω, σβήνω, σβήνω, αποσβένω, κλείνω, σβήνω, κλείνω, σταματάω, σταματώ, σβήνω, κλείνω, σταματάω, σταματώ, κόβω, σβήνω, κατασβήνω, σβήνω, απαλός τόνος, άτονα, σβήνω, κλείνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης apagado

ήσυχος, σιωπηλός, αμίλητος

(figurado) (δεν μιλάει πολύ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Carol se sentía apagada tras la discusión con su marido.
Η Κάρολ ήταν σιωπηλή μετά τον καυγά με τον σύζυγό της.

σβησμένος

adjetivo (συσκευές, φώτα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Él no podía ver bien porque la luz estaba apagada.
Δεν μπορούσε να δει καλά επειδή το φως ήταν σβηστό.

off

adjetivo (botón de apagar)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Presiona el botón de "apagado" para detener la máquina.
Πιέστε “κλειστόν” για να σταματήσετε τη μηχανή.

μουντός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La chica joven llevaba ropa apagada.

μουντός, θαμπός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este diamante de baja calidad tiene una superficie apagada.

άψυχος, άτονος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El apagado grupo de gente observó el espectáculo en silencio.

απαλός, σιγανός

(voz) (ομιλία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El orador habló con un tono apagado.

κλείσιμο

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El apagado de este ordenador lleva una eternidad.

μουντός, θαμπός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El apagado traje marrón la hacía lucir con más edad de la que tenía.
Το μουντό καφέ ταγέρ την έκανε να δείχνει μεγαλύτερη απ' την πραγματική της ηλικία.

άνευρος, άτονος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El actor fue criticado por su interpretación apagada.

χαλασμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απαλός

(χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El amarillo en esta pintura es apagado.

μετριασμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σβηστός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las luces están apagadas.
Τα φώτα είναι σβηστά (or: σβησμένα).

-

adjetivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Asegúrate de que el fuego está apagado antes de irte a dormir.
Βεβαιώσου ότι έχει σβήσει η φωτιά πριν πας για ύπνο.

αφώτιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μειώνεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La tenue luz hacía difícil establecer el campamento en la montaña.

αποκαρδιωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σβήνω

adjetivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El fuego parece estar apagado.
Φαίνεται πως η φωτιά έχει σβήσει.

-

verbo transitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Él apagó la estufa cuando terminó de cocinar.
Όταν τελείωσε το μαγείρεμα, έσβησε το φούρνο.

σβήνω, κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre apago las luces cuando salgo de casa.
Όποτε φεύγω από το σπίτι κλείνω τους διακόπτες.

κλείνω, σβήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Antes de irme a dormir apago la TV.
Πριν πάω για ύπνο κλείνω την τηλεόραση.

σβήνω, κλείνω

verbo transitivo (Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al terminar la semana laboral debes apagar la computadora, y también apágala durante las vacaciones.

σβήνω, κλείνω

verbo transitivo (Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Antes de salir de la oficina, siempre apago mi computadora.
Πριν φύγω από το γραφείο σβήνω πάντοτε τον υπολογιστή μου. Ποτέ μην ξεχνάτε να κλείσετε τον υπολογιστή σας πριν πάτε σπίτι στο τέλος της ημέρας.

σβήνω

verbo transitivo (φωτιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Rápido, alguien apague el fuego!
Γρήγορα! Κάποιος να σβήσει τη φωτιά.

σβήνω φλόγα/κερί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Asegúrate de dejar apagadas las velas antes de ir a acostarte; podrían provocar un incendio.

σβήνω

verbo transitivo (soplando)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella apagó las velas en su torta de cumpleaños.
Έσβησε τα κεράκια στην τούρτα γενεθλίων της.

σβήνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apagó la colilla en el cenicero.

σβήνω

(fuego)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω

verbo transitivo (το τσιγάρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σβήνω, κλείνω

verbo transitivo (συσκευές, Η/Υ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Asegúrate de apagarla antes de salir de la oficina.

σβήνω

(fuego) (στερώντας το οξυγόνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter cogió una toalla para apagar las llamas cuando la freidora empezó a arder.
Όταν το τηγάνι έπιασε φωτιά, ο Πήτερ χρησιμοποίησε μια πετσέτα για να σβήσει τις φλόγες.

σβήνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apagué las luces, y en cuestión de minutos estaba profundamente dormido.
Έσβησα το φως και μέσα σε λίγα λεπτά κοιμόμουνα βαριά.

σβήνω

verbo transitivo (απενεργοποιώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apaga el motor. Estaremos aquí por un rato.
Σβήσε τη μηχανή. Θα μείνουμε εδώ αρκετά.

σβήνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un mal profesor apagó el interés de Hillary en la escritura creativa.
Ένας κακός καθηγητής έσβησε το ενδιαφέρον της Χίλαρι για τη δημιουργική γραφή.

σβήνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Asegúrate de apagar las velas antes de salir de tu casa.

αποσβένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las paredes en la sala de ensayo tienen aislamiento extra para apagar el sonido.
Οι τοίχοι στα δωμάτια για τις πρόβες έχουν επιπλέον μόνωση ώστε να αποσβένουν τους ήχους.

κλείνω, σβήνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ana dejó el libro y apagó la luz del velador.

κλείνω, σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Agatha apagó la música para que todo el mundo pudiese escuchar lo que Oliver tenía que decir.
Η Αγκάθα σταμάτησε τη μουσική ώστε όλοι να ακούσουν ό,τι είχε να πει ο Όλιβερ.

σβήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los habitantes del pueblo trabajaron juntos para apagar las llamas que salían del granero.

κλείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para apagar la computadora correctamente, no uses solamente el botón de "power".

σταματάω, σταματώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apaga la máquina antes de tratar de repararla.
Κλείσε (or: σβήσε) τη μηχανή πριν την επισκευάσεις.

κόβω

verbo transitivo (detener un aparato, interrumpir) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apaga la música. Necesitamos hablar un rato.
Κλείσε τη μουσική. Πρέπει να κουβεντιάσουμε λιγάκι.

σβήνω, κατασβήνω

(φωτιά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Extingan completamente todas las fogatas antes de abandonar el campamento.

σβήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Victoria entró con un balde de agua para extinguir el fuego.
Η Βικτόρια έσπευσε με έναν κουβά νερό και έσβησε τις φλόγες.

απαλός τόνος

άτονα

(μαλλιά: χαρακτηριστικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me teñí el pelo de negro porque no me gusta mi color castaño claro.

σβήνω, κλείνω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apagado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.