Τι σημαίνει το apanhar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης apanhar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apanhar στο πορτογαλικά.

Η λέξη apanhar στο πορτογαλικά σημαίνει παίρνω, πιάνω, πιάνω, πιάνω, πιάνω, πιάνω στα πράσα, κάνω τσακωτό, φτάνω, θερίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω, παίρνω, φτάνω, προφταίνω, προλαβαίνω, βρίσκω, μαζεύω, κόβω, αρπάζω, συλλαμβάνω, πιάνω, πιάνω, παίρνω, παγιδεύω, προσπερνάω, προσπερνώ, παγιδεύω, μπουζουριάζω, κάνω κπ να υποστεί τις συνέπειες, παίρνω, πιάνω, πιάνω, σφίγγω, παίρνω το τρένο, έρχομαι ξαφνικά/απότομα, παγιδεύω, επιβίβαση, παραλαβή, λιάζω, δέρνω με τη βίτσα, δέρνω με το ραβδί, δέρνω με τη ράβδο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης apanhar

παίρνω

(transporte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill precisa pegar um ônibus para vir da cidade.
Ο Μπιλ πρέπει να πάρει ένα λεωφορείο από την πόλη.

πιάνω

(στα πράσα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A polícia o pegou no flagra.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πρέπει να κάνεις ησυχία αν δεν θέλεις να σε τσακώσουν.

πιάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele apanhou a bola com destreza.

πιάνω

verbo transitivo (esportes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιάνω στα πράσα, κάνω τσακωτό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mira diminui o passo para que sua irmã menor a pudesse alcançar.
Η Μίρα έκοψε ταχύτητα για να μπορέσει να τη φτάσει η μικρότερη αδερφή της.

θερίζω

(συνήθως σιτηρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os trabalhadores rurais estão nos campos colhendo milho.
Οι εργάτες είναι στα χωράφια και μαζεύουν τα καλαμπόκια.

συγκεντρώνω, μαζεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Recolha os brinquedos e coloque no lugar certo.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vou buscar as crianças na escola hoje.
Θα πάρω τα παιδιά από το σχολείο με το αυτοκίνητο.

φτάνω, προφταίνω, προλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu ando mais rápido do que ele, por isso eu espero em cada esquina até ele me alcançar.
Περπατάω πιο γρήγορα από ότι εκείνος, γι' αυτό τον περιμένω σε κάθε γωνία να με φτάσει.

βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vá em frente. Eu alcanço você assim que terminar meu trabalho aqui.
Προχώρα εσύ. Θα σε βρω μόλις τελειώσω τη δουλειά μου εδώ.

μαζεύω, κόβω

(flores, frutas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carlos gosta de colher flores para a sua namorada.
Στον Τσάρλι αρέσει να μαζεύει λουλούδια για το κορίτσι του.

αρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele pegou minha mão e me puxou.
Άρπαξε το χέρι μου και με τράβηξε μακριά.

συλλαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιάνω

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιάνω

(BRA, figurado, brincadeira infantil) (στο κυνηγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John pegou Andrew que pegou Paula.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela pegou o dinheiro e correu para a loja.
Πήρε τα λεφτά και έτρεξε στο μαγαζί.

παγιδεύω

(numa armadilha)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσπερνάω, προσπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele correu mais rápido e tomou a dianteira da irmã dele assim que eles alcançaram o carro.
Έτρεξε γρηγορότερα και πέρασε την αδερφή του τη στιγμή που έφτασαν στο αυτοκίνητο.

παγιδεύω

verbo transitivo (animal: numa armadilha) (ζώο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπουζουριάζω

verbo transitivo (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os policiais pegaram o suspeito.
Οι αστυνομικοί έπιασαν τον ύποπτο.

κάνω κπ να υποστεί τις συνέπειες

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Finalmente, os maus hábitos dele tiveram consequências e ele adoeceu.
Τελικά κλήθηκε να πληρώσει τις συνέπειες των κακών συνηθειών του όταν αρρώστησε βαριά.

παίρνω

(trem, ônibus, táxi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pegamos um táxi para ir para casa no fim da noite.
Στο τέλος της βραδιάς, πήραμε ταξί για το σπίτι.

πιάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A polícia capturou o criminoso sem problemas.

πιάνω

verbo transitivo (caça) (για κυνήγι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Capturamos um faisão em nossa viagem de casa.

σφίγγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles agarraram (or: apanharam) meus braços e começaram a puxar.
Άρπαξαν (or: γράπωσαν) τα μπράτσα μου και άρχισαν να τραβούν.

παίρνω το τρένο

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έρχομαι ξαφνικά/απότομα

(BRA)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παγιδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιβίβαση, παραλαβή

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Você não pode ultrapassar um ônibus escolar que esteja parado para pegar passageiros.
Δεν μπορείς να προσπεράσεις ένα σχολικό λεωφορείο που έχει σταματήσει για να πάρει κόσμο.

λιάζω

(BRA) (βάζω κάτι στον ήλιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A gata esparramou-se no pátio, tomando sol na barriga.
Η γάτα ήταν ξαπλωμένη στο αίθριο και έλιαζε την κοιλιά της.

δέρνω με τη βίτσα, δέρνω με το ραβδί, δέρνω με τη ράβδο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
William apanhava com vara como punição por gazear aula.
Τον Ουίλλιαμ τον έδειραν με τη βίτσα ως τιμωρία επειδή έκανε κοπάνα από το μάθημα.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apanhar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.