Τι σημαίνει το vida στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vida στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vida στο πορτογαλικά.

Η λέξη vida στο πορτογαλικά σημαίνει ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, ζωή, πνοή, ζωή, ζωή, ζωή, ύπαρξη, πορεία, πλάση, ύπαρξη, διάρκεια ζωής, ζωή, εύπορος, πλούσιος, καθοριστικός, κατά των αμβλώσεων, γάμος, τεμπέλης, τεμπελχανάς, εργένικη ζωή, χρόνος ημιζωής, τα βγάζω πέρα, τα κουτσοπερνάω, την παλεύω, ζωηρεύω, ζωντανεύω, χαρούμενος, ξέφρενος, πραγματικός, για μια ζωή, διάρκεια ζωής, ισόβιος, περδίκι, περδίκι, γεμάτος ζωή, γεμάτος ζωντάνια, μοναδικός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, που διατηρεί στη ζωή, ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου, μια στο τόσο, μια στις τόσες, εφ' όρου ζωής, για το υπόλοιπο της ζωής του, για όλη του τη ζωή, εφ' όρου ζωής, ισοβίως, όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωής, μια φορά στα χίλια χρόνια, στην μπούκα, το υπόλοιπο της ζωής σου, ζήτω, Έτσι είναι η ζωή., αμάν, ορκίζομαι στη ζωή μου, ορκίζομαι να πεθάνω, έτσι είναι η ζωή, τι ζωή και αυτή!, έτσι είναι η ζωή, έτσι έχουν τα πράγματα, Γκαντεμιά!, τρόπος ζωής, άγρια ζωή, ζωή, διάρκεια ζωής, νυχτερινή ζωή, κλάμπινγκ, παιδική ηλικία, έργο ζωής, ζωή στο χωριό, κόστος ζωής, ελιξίριο της ζωής, φίλτρο της αθανασίας, αιώνια ζωή, επόμενη ζωή, πολυτέλεια, χλιδή, ζήτημα ζωής και θανάτου, πιστή αναπαράσταση, εκδιδόμενη, ουρανός, παράδεισος, προσδοκώμενη διάρκεια ζωής, καλή ζωή, υψηλό βιοτικό επίπεδο, βίος αβίωτος, ζωή χωρίς χαρά/συγκινήσεις, μακροβιότητα, θάνατος, καινούρια ζωή, η μετά θάνατον ζωή, φυτικό και ζωικό βασίλειο, βιοτικό επίπεδο, τρόπος ζωής, προστασία της άγριας φύσης, καθημερινότητα, κύκλος της ζωής, προσδόκιμο ζωής, αφάλεια ζωής, πραγματική ζωή, διάρκεια ζωής αναλώσιμου προϊόντος, διάρκεια διατήρησης αναλώσιμου προϊόντος, κύκλος της ζωής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vida

ζωή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele levou uma vida interessante.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο περιπετειώδης βίος του συγγραφέα αναστάτωσε τη συντηρητική κοινωνία της εποχής.

ζωή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os cientistas ficaram surpresos ao descobrir vida no fundo do mar.
Οι επιστήμονες εξεπλάγησαν που βρήκαν ζωή στον βυθό του ωκεανού.

ζωή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Há vida em Marte?
Πιστεύεις ότι υπάρχει νοήμων ζωή σε άλλους πλανήτες;

ζωή

(espírito animado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As crianças são tão cheias de vida!
Τα παιδιά είναι πάντα γεμάτα ζωή.

ζωή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vinte vidas foram perdidas no bombardeio.
Στον βομβαρδισμό χάθηκαν είκοσι ζωές.

ζωή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela tem uma vida social ativa.
Η γιαγιά μου μου διηγήθηκε τα πάντα για τη ζωή της ως νοσοκόμα κατά τη διάρκεια του πολέμου.

πνοή

substantivo feminino (animação)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aquela atriz dá vida de verdade ao seu papel.
Αυτή η ηθοποιός δίνει πραγματική πνοή στο ρόλο.

ζωή

substantivo feminino (alguém precioso) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Amo meu garoto. Ele é a minha vida.
Λατρεύω τον γιο μου. Είναι όλη μου η ζωή.

ζωή

substantivo feminino (όλη η διάρκεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tina não havia visto nada como esta tempestade em toda sua vida.
Η Τίνα δεν είχε ξαναδει ποτέ κάτι σαν αυτήν την καταιγίδα σε όλη της τη ζωή.

ζωή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ύπαρξη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Deveríamos estar todos trabalhando por uma vida melhor.

πορεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ray foi um aluno nota 10 em toda sua carreira estudantil.

πλάση

(ποιητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Em toda a existência, jamais vi uma paisagem tão bonita.

ύπαρξη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nossa existência pode ser ameaçada por este asteroide.
Η ύπαρξη μας μπορεί να απειλείται απ' αυτόν τον αστεροειδή.

διάρκεια ζωής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Esta bateria deve ter uma vida útil de vinte horas.
Αυτή η μπαταρία κρατάει 20 ώρες.

ζωή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O estilo de vida deles é materialista demais para meu gosto.
Ο τρόπος ζωής τους είναι πολύ υλιστικός για τα γούστα μου.

εύπορος, πλούσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eles devem ser ricos se conseguem comprar uma casa lá! Esses pacotes de férias são feitos para atraírem famílias ricas.
Πρέπει να είναι πλούσιοι για να έχουν την οικονομική άνεση να αγοράσουν σπίτι εκεί!

καθοριστικός

(de grande impacto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ser voluntário na América Central foi uma experiência transformadora para mim.

κατά των αμβλώσεων

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γάμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τεμπέλης, τεμπελχανάς

(αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εργένικη ζωή

(informal, coloquial: homem solteiro)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χρόνος ημιζωής

substantivo feminino (química, radioatividade)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τα βγάζω πέρα, τα κουτσοπερνάω, την παλεύω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζωηρεύω, ζωντανεύω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαρούμενος, ξέφρενος

(feliz, alegre) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πραγματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

για μια ζωή

(formal)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ο γάμος είναι μια ισόβια δέσμευση.

διάρκεια ζωής

substantivo feminino (química)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
O novo elemento só tem meia-vida de alguns microssegundos antes de se decompor.

ισόβιος

locução adjetiva (que dura uma vida)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο γάμος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ισόβια δέσμευση.

περδίκι

(informal: recuperado) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

περδίκι

(informal: recuperado) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

γεμάτος ζωή, γεμάτος ζωντάνια

locução adjetiva (energético)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μοναδικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locução adjetiva

που διατηρεί στη ζωή

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τόσο άσχημο σκυλί!

μια στο τόσο, μια στις τόσες

expressão (raramente) (καθομ: πολύ σπάνια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εφ' όρου ζωής

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για το υπόλοιπο της ζωής του, για όλη του τη ζωή, εφ' όρου ζωής, ισοβίως

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωής

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu nasci em Manchester e vivi aqui a vida toda.

μια φορά στα χίλια χρόνια

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Uma chance como essa só aparece uma vez na vida.

στην μπούκα

(figurado: estar na desgraça) (μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ό άντρας μου με ντρόπιασε μπροστά στους φίλους μου και τον έχω στην μπούκα απόψε.

το υπόλοιπο της ζωής σου

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζήτω

expressão

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Έτσι είναι η ζωή.

expressão (expressando atitude resignada)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμάν

interjeição (BR, informal) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ορκίζομαι στη ζωή μου, ορκίζομαι να πεθάνω

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έτσι είναι η ζωή

interjeição (informal, expressão: aceitação)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τι ζωή και αυτή!

interjeição (expressão: desespero, exasperação)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έτσι είναι η ζωή, έτσι έχουν τα πράγματα

(expressar aceitação filosófica)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν πήρα τη δουλειά αλλά έτσι είναι η ζωή. Ξέρω ότι δεν είναι δίκαιο αλλά έτσι είναι η ζωή.

Γκαντεμιά!

(αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

τρόπος ζωής

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Karen gostava de viver numa cidade grande porque aquilo lhe dava o tipo de estilo de vida do qual ela gostava.
Στην Κάρεν άρεσε να ζει σε μια μεγάλη πόλη γιατί της προσέφερε το είδος του τρόπου ζωής που της άρεσε.

άγρια ζωή

(animais, plantas)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
O zoólogo havia passado anos estudando a vida selvagem.
Ο ζωολόγος είχε περάσει πολλά χρόνια μελετώντας την άγρια ζωή.

ζωή, διάρκεια ζωής

(ανθρώπου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A expectativa de vida média do homem está aumentando na maioria dos países.
Η μέση διάρκεια ζωής του ανθρώπου αυξάνεται στις περισσότερες χώρες.

νυχτερινή ζωή

(entretenimento)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η παραλία ήταν σπουδαία αλλά η πόλη δεν είχε νυκτερινή ζωή.

κλάμπινγκ

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

παιδική ηλικία

(de rapaz) (για αγόρι)

έργο ζωής

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ζωή στο χωριό

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόστος ζωής

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελιξίριο της ζωής, φίλτρο της αθανασίας

(suposta poção da imortalidade)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αιώνια ζωή

(θρησκεία: μετά θάνατον ζωή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επόμενη ζωή

(μετενσάρκωση)

πολυτέλεια, χλιδή

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζήτημα ζωής και θανάτου

expressão

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πιστή αναπαράσταση

εκδιδόμενη

substantivo feminino (gíria, eufemismo: prostituta)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ουρανός, παράδεισος

substantivo feminino (céu)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προσδοκώμενη διάρκεια ζωής

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλή ζωή

(estilo de vida luxuoso) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υψηλό βιοτικό επίπεδο

substantivo masculino (conforto material)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βίος αβίωτος, ζωή χωρίς χαρά/συγκινήσεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μακροβιότητα

(longevidade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο παππούς μου έζησε μακρά ζωή, πέθανε στα 92 του.

θάνατος

(morte)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καινούρια ζωή

(recomeço)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

η μετά θάνατον ζωή

(cristianismo - vida após a morte ) (χριστιανισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φυτικό και ζωικό βασίλειο

(organismos vivos)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βιοτικό επίπεδο

substantivo masculino (grau de conforto material)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρόπος ζωής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Para muitas pessoas, o uso de dispositivos móveis de computação tornou-se um estilo de vida.
Για πολλούς η χρήση φορητών υπολογιστικών συσκευών έχει γίνει τρόπος ζωής.

προστασία της άγριας φύσης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καθημερινότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Algumas pessoas só praticam suas religiões nos dias santos, enquanto para outros ela é parte da vida diária.
Κάποιοι ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα μόνο στις γιορτές, ενώ για άλλους αυτά αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς τους.

κύκλος της ζωής

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προσδόκιμο ζωής

(BRA)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A expectativa de vida para uma homem nos EUA é de cerca de 75 anos.
Ο μέσος όρος του προσδόκιμου ζωής για έναν άντρα στις ΗΠΑ είναι περίπου 75 χρόνια.

αφάλεια ζωής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πραγματική ζωή

(realidade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διάρκεια ζωής αναλώσιμου προϊόντος, διάρκεια διατήρησης αναλώσιμου προϊόντος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κύκλος της ζωής

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vida στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του vida

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.