Τι σημαίνει το apenas στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης apenas στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apenas στο πορτογαλικά.

Η λέξη apenas στο πορτογαλικά σημαίνει μόνο, απλά, απλά, απλώς, μα, μόνο, μόλις, απλά, απλώς, απλά, απλώς, μονάχα, μόνο, αποκλειστικά, μόλις, μόνο, RΟΜ, μοναδικός, κατ΄ όνομα, μια φορά, για μια φορά, μόνο εάν, με την προϋπόθεση ότι/πως, υπό τον όρο ότι/πως, απλά κάν' το!, από μόλις, αν, εάν, εμπιστευτικός, ακριβώς όσο χρειάζεται, ακριβώς όσο χρειάζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης apenas

μόνο, απλά

(simplesmente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu quero almoçar apenas um sanduíche.
Θέλω μόνο (or: απλά) ένα σάντουιτς για μεσημεριανό.

απλά, απλώς

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ela é apenas uma criança.

μα

advérbio (como intensificador) (εμφατικός τύπος)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Não havia nada de bom na TV, apenas nada!
Η τηλεόραση δεν είχε τίποτα, τίποτα όμως!

μόνο, μόλις

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ela só levou vinte minutos para completar o quebra-cabeça.
Χρειάστηκε μόνο (or: μόλις) είκοσι λεπτά, για λύσει τον γρίφο.

απλά, απλώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
É claro que não estou chateada com você; é só que não tenho tempo para sair com você esta noite.
Φυσικά δεν είμαι θυμωμένος μαζί σου. Απλώς δεν έχω χρόνο να βγω μαζί σου απόψε.

απλά, απλώς, μονάχα, μόνο

advérbio (apenas, somente, nada mais)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Isto é simplesmente (or: somente) (or: apenas) um pequeno problema e nada com que se preocupar.
Είναι απλά ένα μικρό πρόβλημα και δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχείς.

αποκλειστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μόλις

(começar recentemente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μόνο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu só (or: somente) quero uma resposta direta. Nada mais.
Το μόνο που θέλω είναι μια ξεκάθαρη απάντηση. Τίποτε άλλο.

RΟΜ

(estrangeirismo) (Η/Υ)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μοναδικός

(μόνο ένας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eu tenho apenas uma cerveja. Quem quer?
Μου έχει μείνει μία μοναδική μπίρα. Ποιος τη θέλει;

κατ΄ όνομα

(não na prática)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μια φορά, για μια φορά

advérbio (informal: uma vez)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μόνο εάν

conjunção (condição: apenas se)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

με την προϋπόθεση ότι/πως, υπό τον όρο ότι/πως

(ressalva)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απλά κάν' το!

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μην κωλυσιεργείς εξαιτίας των πιθανών συνεπειών, απλά κάν' το!

από μόλις

(preço) (κατώτατη τιμή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Υπάρχουν διαθέσιμα δωμάτια από μόλις 20 λίρες τη βραδιά.

αν, εάν

locução conjuntiva (na condição de)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Esse plano vai funcionar apenas se conseguirmos financiamento suficiente para ele.
Το σχέδιο θα πετύχει μόνο εάν λάβουμε επαρκή χρηματοδότηση.

εμπιστευτικός

expressão (confidencial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακριβώς όσο χρειάζεται, ακριβώς όσο χρειάζομαι

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apenas στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.