Τι σημαίνει το bem στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bem στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bem στο πορτογαλικά.

Η λέξη bem στο πορτογαλικά σημαίνει σωστά, καλά, καλά, επαρκώς, καλά, καλά, καλά, καλά, πολύ, καλά, καλά, καλά, καλά, καλά, καλά, καλό, λοιπόν, ιδιαίτερα, αρκετά, μάλλον, σχετικά, φίνα, έξοχα, λαμπρά, περίφημα, καλά, καλά, εντάξει, όφελος, κομψός, εντάξει, καλά, αρκετά, καλά, ακριβώς, καλά, σωστά, ωραία, ή μάλλον, ή καλύτερα, εντάξει, υγιής, τέλεια, καλά, ακριβώς, ακριβώς, ωραία, βαριά, ακριβώς, πολύ, εντάξει, καλά, αγαθό, πολύ, που έχει καλή πρόθεση, επιτυχής, κοριτσίστικος, θρεπτικός, πολύ δημοφιλής, αριστοκρατικής καταγωγής, καυτός, λιτός, απέριττος, απλός, εύπορος, πλούσιος, που τον περιποιούνται, διάσημος, γνωστός, στέρεος, ανθεκτικός, ευπρόσδεκτος, καλά ενημερωμένος, καλά ενημερωμένος, ήρεμος, καλοπροαίρετος, καλοδιάθετος, καλοπροαίρετος, καλόκαρδος, ήρεμος, καλοντυμένος, καλομαγειρεμένος, καλοφωτισμένος, σωστά αιτιολογημένος, καλοσχεδιασμένος, εκπαιδευμένος, γυαλισμένος, καλωσήρθες, καλώς ήρθες, καλωσόρισες, περαστικά, δε βαριέσαι, ευημερία, αγαπημένο πρόσωπο, ευημερία, μη με λησμόνει, μη-με-λησμόνει, επιτυχημένος, τα πάω καλά, ευπρόσδεκτος, επιτυχημένος, πετυχημένος, περιποιημένος, μεγάλος, σωστά ρυθμισμένος, σωστά οργανωμένος, γνωστικός, ξύπνιος, καλομαγειρεμένος, καλά ενημερωμένος για κτ, γλυκέ μου, γλυκιά μου, μακαριότητα, εκθειάζω, επιτυχημένος, πετυχημένος, περίτεχνος, που έχει υποστεί σωστή επαναφορά, ευτυχία, επιτυχημένος, πετυχημένος, καλοκουρδισμένος, καλημάνα, μπορώ να κάνω κτ, ταιριάζω σε κπ, επιτυχημένος, πετυχημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bem

σωστά, καλά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O trabalho foi bem feito.
Η δουλειά έχει γίνει σωστά (or: καλά).

καλά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As coisas estão indo bem ultimamente; não temos tido necessidades. A reunião correu bem, sem dificuldades significativas.
Τα πράγματα πηγαίνουν καλά τελευταία, δεν έχουμε ανικανοποίητες ανάγκες. Η συνάντηση πήγε καλά, χωρίς σημαντικές δυσκολίες.

επαρκώς

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estamos bem supridos de alimentos.
Είμαστε επαρκώς εφοδιασμένοι με τρόφιμα.

καλά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O professor explicou bem o material e todos nós entendemos a teoria.
Ο καθηγητής εξήγησε την ύλη καλά και όλοι καταλάβαμε τη θεωρία.

καλά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As instruções nos mandam misturar bem os ingredientes antes de adicionar os ovos.
Οι οδηγίες λένε να ανακατέψουμε τα υλικά καλά πριν προσθέσουμε αυγά.

καλά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu o entendi bem, mas ainda tinha algumas perguntas.
Τον κατάλαβα καλά, αλλά και πάλι είχα μερικές ερωτήσεις.

καλά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu o conheço bem.
Τον ξέρω καλά.

πολύ

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele está bem ciente de suas responsabilidades.
Ξέρει πολύ καλά τις αρμοδιότητές του.

καλά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estava doente ontem, mas hoje já estou bem.
Ήμουν άρρωστος χθες, αλλά σήμερα είμαι εντάξει.

καλά

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Está tudo bem em nossa cidade hoje.

καλά

advérbio (coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esse carro corre bem.

καλά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Foi uma pegadinha bem cruel, mas ele levou bem.
Ήταν αρκετά άσχημη φάρσα αλλά το πήρε καλά.

καλά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você fez bem ao dizer a verdade ao médico.

καλά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fizemos bem com esse investimento.

καλό

substantivo masculino (όφελος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eu fiz isso pelo bem de todos nós.
Το έκανα για το καλό όλων μας.

λοιπόν

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Bom, vou ver o que posso fazer.

ιδιαίτερα

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sem dúvida, ele ficou bem satisfeito em vê-la.
Αναμφίβολα χάρηκε ιδιαίτερα που την είδε.

αρκετά, μάλλον, σχετικά

advérbio (em algum grau)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele estava bem perturbado pelas imagens da guerra.
Έχω ενοχληθεί κομματάκι με τη συμπεριφορά σου.

φίνα, έξοχα, λαμπρά, περίφημα

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καλά

advérbio (de saúde) (υγιής)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hoje ela está bem, mas sentiu-se péssima nos últimos dias.
Είναι καλά σήμερα, αν και αισθανόταν απαίσια τις τελευταίες μέρες.

καλά, εντάξει

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu estava um pouco enjoado ontem, mas estou me sentindo bem hoje.
Είχα λίγο ναυτία χθες, αλλά νιώθω καλά πάλι σήμερα.

όφελος

(benefício)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eu discuti pelo seu bem. Eu não tinha nenhum interesse na disputa.
Λογομάχησα για δικό σου όφελος. Εγώ δεν είχα κάποιο συμφέρον από τη διένεξη.

κομψός

adjetivo (em boa forma)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Você está muito bem. Onde conseguiu essa jaqueta?
Δείχνεις πολύ κομψός. Από πού το πήρες το μπουφάν;

εντάξει, καλά

(bem fisicamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você está bem? Foi um tombo e tanto.
Είσαι OK; Έπεσες άσχημα.

αρκετά

(moderadamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
É bem caro, mas ainda assim vou comprar isso.
Είναι αρκετά ακριβό, αλλά παρόλα αυτά θα το αγοράσω.

καλά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sim, ele se saiu bem na apresentação.
Ναι, τα πήγε μια χαρά με την παρουσίαση.

ακριβώς

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nosso hotel era bem no meio da zona de meretrício.
Το ξενοδοχείο μας ήταν ακριβώς στη μέση της περιοχής με τα κόκκινα φανάρια.

καλά, σωστά, ωραία

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ή μάλλον, ή καλύτερα

advérbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu não gosto de café. Bem, eu gosto, mas só quando é bem fraco.
Δεν μου αρέσει ο καφές. Η μάλλον μου αρέσει, αλλά μόνο όταν είναι πολύ ελαφρύς.

εντάξει

(bem emocionalmente) (ανεπίσημο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você está bem? Parece um pouco estressada hoje.
Είσαι εντάξει; Μου φαίνεσαι αγχωμένος σήμερα.

υγιής

advérbio (com saúde)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estou me sentindo bem hoje.

τέλεια

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fez bem.
Τα πήγες πολύ καλά.

καλά

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Δεν τα πήγε κι άσχημα στη ζωή του. Είναι πλέον γιατρός.

ακριβώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ακριβώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ωραία

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βαριά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ακριβώς

(exatamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A árvore caiu bem onde nós estávamos parados.

πολύ

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele é bem esperto.

εντάξει, καλά

advérbio (ανεπίσημο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Podemos andar bem agora.

αγαθό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Τα δημητριακά είναι το κύριο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας.

πολύ

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estou me sentindo muito melhor desde que tomei um pouco de sopa.
Νιώθω πολύ καλύτερα, αφότου έφαγα λίγη σούπα.

που έχει καλή πρόθεση

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sandra é bem intencionada, mas pode ser um pouco irritante.
Η Σάντρα έχει καλή πρόθεση, αλλά μπορεί να γίνει λίγο ενοχλητική.

επιτυχής

adjetivo (ter bom resultado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A candidatura dele ao posto foi foi bem-sucedida.
Η προσπάθειά του να κατακτήσει τη θέση ήταν επιτυχής. Η επιτυχημένη προσπάθεια του παιδιού να απομνημονεύσει το ποίημα χαροποίησε τους γονείς της.

κοριτσίστικος

(de menina)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θρεπτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πολύ δημοφιλής

adjetivo (μεγάλη δημοτικότητα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αριστοκρατικής καταγωγής

(nascido na aristocracia) (προσδιορισμός)

καυτός

(informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λιτός, απέριττος, απλός

(arquitetura, desenho: distinto e claro) (αρχιτεκτονική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εύπορος, πλούσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eles devem ser ricos se conseguem comprar uma casa lá! Esses pacotes de férias são feitos para atraírem famílias ricas.
Πρέπει να είναι πλούσιοι για να έχουν την οικονομική άνεση να αγοράσουν σπίτι εκεί!

που τον περιποιούνται

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διάσημος, γνωστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A maioria das atrizes e atores são famosos no mundo todo.
Πολλοί ηθοποιοί, άντρες και γυναίκες, είναι γνωστοί σε ολόκληρο τον κόσμο.

στέρεος, ανθεκτικός

(resistente, feito para durar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευπρόσδεκτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Χαρήκαμε που λάβαμε κάρτες, αλλά δεν είχαμε χρόνο να απαντήσουμε σε όλες.

καλά ενημερωμένος

(informal)

καλά ενημερωμένος

adjetivo

ήρεμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλοπροαίρετος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλοδιάθετος, καλοπροαίρετος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλόκαρδος, ήρεμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλοντυμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καλομαγειρεμένος

adjetivo (alimento)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καλοφωτισμένος

adjetivo (recinto, área)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σωστά αιτιολογημένος

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλοσχεδιασμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκπαιδευμένος

(animal) (ζώο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γυαλισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καλωσήρθες, καλώς ήρθες, καλωσόρισες

interjeição (saudação amável)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Bem-vindos! As bebidas estão aqui.
Καλωσήρθες (or: Καλωσόρισες)! Τα ποτά είναι εκεί.

περαστικά

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Soube que você pegou uma gripe. Melhoras!
Άκουσα ότι έπαθες γρίπη. Περαστικά!

δε βαριέσαι

interjeição (resignação)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ευημερία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estou preocupado com o bem-estar das crianças.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι γείτονές μου δεν δίνουν δεκάρα για το καλό των άλλων.

αγαπημένο πρόσωπο

substantivo masculino (parente ou amigo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ευημερία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os pais devem garantir o bem-estar de seus filhos.
Οι γονείς οφείλουν να διασφαλίζουν την ευημερία των παιδιών τους.

μη με λησμόνει, μη-με-λησμόνει

substantivo feminino (flor) (φυτό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επιτυχημένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

τα πάω καλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu e meus amigos nos entendemos.
Οι φίλοι μου κι εγώ τα πάμε πολύ καλά.

ευπρόσδεκτος

adjetivo (bem recebido)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela foi bem-vinda à festa.
Ήταν καλοδεχούμενη στο πάρτι.

επιτυχημένος, πετυχημένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Um professor bem-sucedido é aquele que faz com que as crianças se sintam apaixonadas pelo que estão aprendendo e gostem disso.

περιποιημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Kate sempre estava arrumada e bem vestida.
Η Κέιτ είναι πάντα περιποιημένη και καλοντυμένη.

μεγάλος

adjetivo (επιτυχία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Το πρώτο μεγάλο χιτ της το έκανε το 2006.

σωστά ρυθμισμένος, σωστά οργανωμένος

(processo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γνωστικός, ξύπνιος

(BRA: figurado) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Não se preocupe com Melanie; ela é uma jovem safa.
Ο Ρικ ξέρει καλά από υπολογιστές, θα μπορεί να διορθώσει το πρόβλημα.

καλομαγειρεμένος

adjetivo (alimento) (ανάλογα τον τρόπο μαγειρέματος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καλά ενημερωμένος για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γλυκέ μου, γλυκιά μου

(vocativo, afetuoso) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você teve um bom dia no trabalho, querido?
Είχες μια καλή μέρα στην δουλειά, γλυκέ μου;

μακαριότητα

substantivo feminino (religião)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Como cristã, Brenda acredita que após a morte ela irá para o paraíso e bem-aventurança eterna.
Ως Χριστιανή, η Μπρέντα πιστεύει πως μετά θάνατον θα ανέβει στον παράδεισο και στην αιώνια μακαριότητα.

εκθειάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιτυχημένος, πετυχημένος

adjetivo (próspero)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
O jovem e bem-sucedido empresário acabou de chegar ao seu terceiro milhão.
Ο γιος μας είναι φτασμένος γιατρός.

περίτεχνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os ladrões inventaram um elaborado plano para roubar o banco; eles pensaram em tudo.

που έχει υποστεί σωστή επαναφορά

adjetivo (metal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευτυχία

substantivo masculino (felicidade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu estou preocupado com seu bem-estar e não gosto de vê-lo infeliz.
Ανησυχώ για την ευτυχία σου και δεν μου αρέσει να σε βλέπω δυστυχισμένη.

επιτυχημένος, πετυχημένος

adjetivo (ter sorte)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ele foi bem-sucedido em seu terceiro chute na bola.

καλοκουρδισμένος

adjetivo (instrumento musical)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

καλημάνα

(ave da família tiranídeos) (ζωολογία: πουλί με μακρύ λοφίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπορώ να κάνω κτ

adjetivo (consentido por outros)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Você é bem-vinda para usar minha máquina de lavar se tiver roupas sujas.
Μπορείς να χρησιμοποιήσεις το πλυντήριο μου αν έχεις άπλυτα ρούχα.

ταιριάζω σε κπ

Não convém a uma mulher na sua posição agir desse jeito.
Δεν είναι πρέπον για κάποιον με τη δική σου θέση να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο.

επιτυχημένος, πετυχημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O álbum de lançamento da banda foi altamente bem-sucedido. Aquele autor escreveu diversos romances bem-sucedidos.
Το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος ήταν μεγάλη επιτυχία.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bem στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του bem

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.