Τι σημαίνει το apoiar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης apoiar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apoiar στο πορτογαλικά.

Η λέξη apoiar στο πορτογαλικά σημαίνει υποστηρίζω, υποστηρίζω, στηρίζω, ενισχύω, εγκρίνω, υποστηρίζω, στηρίζω, στερεώνω, στηρίζω, υποστηρίζω, γέρνω πάνω σε κτ, γέρνω σε κτ, στηρίζω, υποστηρίζω, είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιου, στηρίζω, υποστηρίζω, υποστηρίζω, στηρίζω, επιβεβαιώνω, μαζί, φυλάω τα νώτα κπ, υποστηρίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, υποστηρίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, υποστηρίζω, στηρίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, ενισχύω, στηρίζω, υποστηρίζω, υπομένω, υποστηρίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, στηρίζω με πάσσαλο, διαλέγω, επιλέγω, στηρίζω κτ σε κτ, στηρίζω, υποστηρίζω, υποστηρίζω, βοηθάω, βοηθώ, στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ, διατηρώ, φέρω, ενθαρρύνω, είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι πλάι σε κπ, επιβεβαιώνω, υποστηρίζω, στηρίζω, βοηθώ σε κτ, φτιάχνω, ανεβάζω, Μπράβο!, στηρίζω, υποβαστάζω, στηρίζω, αλληλουποστηρίζομαι, ασχολούμαι με κτ μόνο στα λόγια, αλληλοβοηθούμαι, στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ, στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ, στηρίζω οικονομικώς, απλώνω, στηρίζω σε, γέρνω πάνω σε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης apoiar

υποστηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O senador nunca apoiaria essa lei. Ela vai contra os princípios dele!
Ο γερουσιαστής δεν θα υποστηρίξει ποτέ αυτό το νομοσχέδιο. Είναι ενάντια στις αρχές του!

υποστηρίζω

verbo transitivo (κάτι ή ότι πρέπει να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele apoia o aumento das taxas.
Υποστήριζε ότι πρέπει να αυξηθούν οι φόροι.

στηρίζω, ενισχύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O governo apoiou financeiramente a organização beneficente.
Η κυβέρνηση στήριξε (or: ενίσχυσε) την φιλανθρωπική οργάνωση.

εγκρίνω

(ideia, plano)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A chefe apoiou o plano de Karen de tornar o escritório mais eficiente.
Το αφεντικό ενέκρινε το σχέδιο της Κάρεν να κάνει τη δουλειά στο γραφείο πιο αποτελεσματική.

υποστηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se você prometer não mudar de ideia, eu apoiarei seus esforços para limpar o parque.
Αν υποσχεθείς να μην αλλάξεις γνώμη, θα υποστηρίξω τις προσπάθειές σου για καθαρισμό του πάρκου.

στηρίζω, στερεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela apoiou o livro para deixar as mãos livres para tricotar.
Στερέωσε (or: Στήριξε) το βιβλίο της για να έχει τα χέρια της ελεύθερα για το πλέξιμο.

στηρίζω, υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os mineiros usaram arrimos para apoiar as laterais do túnel.
Οι μεταλλωρύχοι χρησιμοποίησαν στηρίγματα για να στηρίξουν τις πλευρές της σήραγγας.

γέρνω πάνω σε κτ, γέρνω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η σανίδα γέρνει στον τοίχο.

στηρίζω, υποστηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A igreja apoiou Ben quando ele concorreu a prefeito.
Η εκκλησία υποστήριξε τον Μπεν όταν κατέβηκε δήμαρχος.

είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιου

(μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
A mulher do político o apoiou quando ele foi acusado de mal uso de verbas públicas.
Η σύζυγος του πολιτικού ήταν δίπλα του όταν κατηγορήθηκε για κατάχρηση δημόσιου χρήματος.

στηρίζω, υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A nova ministra precisa apoiar a política do governo sobre cortes de benefícios.
Ο καινούριος υπουργός πρέπει να στηρίξει την πολιτική της κυβέρνησης για την περικοπή των παροχών.

υποστηρίζω, στηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vá e conte ao chefe o que aconteceu, eu apoio você.
Προχώρα και πες στο αφεντικό τι έγινε μόλις τώρα. Θα σε υποστηρίξω.

επιβεβαιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele disse que era um trabalho para homens mais jovens, e as estatísticas o apoiavam.
Είπε ότι ήταν δουλειά για νεότερους άντρες και οι στατιστικές τον επιβεβαίωσαν.

μαζί

verbo transitivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se você acha que precisa de uma mudança de carreira, eu te apoio cem por cento.
Αν θες να κάνεις μια αλλαγή στην καριέρα σου είμαι μαζί σου 100%.

φυλάω τα νώτα κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποστηρίζω, στηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu apoio este candidato para prefeito.
Υποστηρίζω (or: Στηρίζω) αυτόν τον υποψήφιο για δήμαρχο.

υποστηρίζω

verbo transitivo (esporte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os fãs promovem o time com entusiasmo.

υποστηρίζω

verbo transitivo (candidato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O partido optou por endossar este candidato.

στηρίζω, υποστηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποστηρίζω, στηρίζω

verbo transitivo (fisicamente) (κτίσμα, κτίριο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sua casa terá que ser escorada para evitar que desmorone.
Στο σπίτι σου θα πρέπει να ενισχυθούν τα θεμέλια για να αποτραπεί η κατάρρευσή του.

στηρίζω, υποστηρίζω, ενισχύω

verbo transitivo (argumento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suas conclusões são apoiadas por evidência sólida.
Τα συμπεράσματά του ενισχύονται από αδιάσειστες αποδείξεις.

στηρίζω, υποστηρίζω

verbo transitivo (reforçar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπομένω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποστηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A coluna está sustentando o teto.
Η κολόνα στηρίζει τη στέγη.

υποστηρίζω, στηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você deveria apoiar os seus argumentos com fatos.
Πρέπει να μπορείς να στηρίξεις (or: υποστηρίξεις) τα επιχειρήματά σου με στοιχεία.

υποστηρίζω

verbo transitivo (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O professor defende que é melhor aprender uma língua estrangeira o mais jovem possível.

στηρίζω με πάσσαλο

verbo transitivo (plantas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Preciso amarrar os pés de tomate para não caírem com o peso da fruta.

διαλέγω, επιλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στηρίζω κτ σε κτ

Úrsula aparou a pá contra a parede enquanto colocava a planta no buraco que havia acabado de cavar.
Η Ούρσουλα στήριξε το φτυάρι στον τοίχο ενώ έβαζε το φυτό μέσα στην τρύπα που μόλις είχε ανοίξει.

στηρίζω, υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Uma abundante evidência científica sustenta o argumento a favor da ameaça do aquecimento global.
Τα άφθονα επιστημονικά τεκμήρια στηρίζουν το επιχείρημα σχετικά με την απειλή της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Um dos pares tem que secundar a moção.
ΝΕW: O κύριος Παπαδόπουλος υποστήριξε την πρόταση του ομιλητή.

βοηθάω, βοηθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela me ajudou muito quando eu estava no fundo do poço.

στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ

(μτφ: συμπαράσταση)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

διατηρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O governo de direita estava determinado a sustentar a ordem estabelecida, apesar dos clamores por mudança.
Η δεξιά κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να διατηρήσει την υπάρχουσα τάξη παρά τις εκκλήσεις για αλλαγή.

φέρω

verbo transitivo (arquitetura)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενθαρρύνω

(figurado, dar suporte emocional)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι πλάι σε κπ

(μτφ: συμπαράσταση)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

επιβεβαιώνω, υποστηρίζω, στηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esses números confirmam o fato de que mais crianças estão ficando obesas atualmente.
Αυτοί οι αριθμοί επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι περισσότερα παιδιά γίνονται παχύσαρκα στις μέρες μας.

βοηθώ σε κτ

(ajudar, assistir)

φτιάχνω, ανεβάζω

verbo transitivo (figurado: animar) (κέφι, διάθεση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Μπράβο!

verbo transitivo

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Os membros do parlamento gritaram: "Apoio, apoio!"

στηρίζω, υποβαστάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στηρίζω

verbo transitivo (emocionalmente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sua família o apoiou durante o divórcio.

αλληλουποστηρίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ως κοινωνία, πρέπει να αλληλοϋποστηριζόμαστε εάν θέλουμε να πετύχουμε τους στόχους μας.

ασχολούμαι με κτ μόνο στα λόγια

expressão verbal (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλληλοβοηθούμαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ

verbo pronominal/reflexivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Não se encoste no parapeito dessa sacada, não é seguro! Se você se encostar no meu ombro enquanto andamos, vai tirar um pouco do peso do seu tornozelo machucado.
Μη στηρίζεσαι στα κάγκελα αυτού του μπαλκονιού, δεν είναι ασφαλές!

στηρίζω οικονομικώς

(prover com dinheiro para viver)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στηρίζω σε, γέρνω πάνω σε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apoiar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.